«διαμαρτύρομαι!»

20 Φεβρουαρίου, 2010

Γράφει κάπου ο Σεφέρης, ότι γράφει ο Έλιοτ, ότι οι κάπως πρωτόγονοι ιθαγενείς της Μελανησίας πέθαιναν από πλήξη, γιατί ο πολιτισμός που τους επέβαλαν οι ευρωπαίοι τους στέρησε από τις ζωτικές χειρωνακτικές και παραδοσιακές δυσκολίες που τους έδιναν ενδιαφέρον και τους κρατούσαν σε εγρήγορση. Τουτέστιν, τώρα πια αντί να μπουν στην διαδικασία να βρουν και να κόψουν το κατάλληλο ξύλο και να το σκαλίσουν κατάλληλα για να το κάνουν μουσικό όργανο, και αντί να μελοποιήσουν οι ίδιοι τις σκέψεις τους για να τις τραγουδήσουν με το όργανο που έφτιαξαν, πηγαίνουν απλώς στο μαγαζί και αγοράζουν έναν δίσκο γραμμοφώνου. Κι ακόμα βρισκόμαστε στα 1923, πού να ήξερε ο Έλιοτ τι ακολούθησε, πάντως εν πάση περιπτώσει προέβλεψε παρακάτω, ότι πιθανόν και οι ευρωπαίοι όταν το παρακάνουν τεχνολογικά, μάλλον θα ακολουθήσουν την πορεία των βαρεμένων από την πλήξη μελανησίων.
Για την πλήξη έγραφε και ο Ίμρε Κέρτες, κάπως διαφορετικά. Όταν τον ρωτούσαν πώς του φάνηκε το Άουσβιτς, έλεγε ότι το Άουσβιτς ήταν πλήξη. Ατέλειωτες, επ αόριστον ώρες όπου δεν συνέβαινε τίποτα, ούτε ήξερε τι ακριβώς να περιμένει. Μετά βέβαια, σε άλλα στρατόπεδα, μετά την πλήξη τον περίμενε σκληρή δουλειά, ξυλοκόπημα, κρύο, αφόρητη ταλαιπωρία γενικά, οπότε έμαθε να αγαπάει την πλήξη. «Η ανία του στρατόπεδου συγκέντρωσης ήταν μέρος της ευτυχίας του στρατόπεδου συγκέντρωσης», και βέβαια γράφοντας κάτι τέτοια, μοιάζει κάπως έκκεντρος και κάπως εκκεντρικός, σε σχέση με άλλα που έχουν γραφτεί επί του θέματος. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ε, όχι και τζάμπα!

19 Φεβρουαρίου, 2010

Γράφει σε κάποιο ποίημα ο Ζαν Μορεάς, «αφού όλα γίνονται μονάχα για να δίνουν στα ποιήματά σου μια αφορμή!» και απευθύνεται μεταξύ άλλων στον εαυτό του, μιλώντας έτσι γενικά, για τον κόσμο. Εντάξει, μοιάζει σαν κάποιος χαζούλης ορισμός της ομφαλοσκόπησης, ας πούμε, αλλά μοιάζει κι αλλιώς. Μοιάζει και με μια δικαιολογία για γράψιμο. Η «ζωή το σύμπαν και τα πάντα» δεν έχουν σκοπό, δεν τείνουν κάπου, η ενδελέχειά τους είναι ακριβώς το αντίθετο από κάτι ευχάριστα κατανοητό, όθεν, το να γράφεις, φιλοσοφώντας περι διαγραμμάτου και περί των ανωτέρω, είναι κάτι σαν σκοπός. Εγώ πάντως περνάω καλά, κάνοντας κάτι σχετικό, και όπως έγραφε και ο Μπουκόφσκι προς νέους ποιητάς, αν σε ζορίζει άσε το καλύτερα, κι αν με αγωνία περιμένεις να το διαβάσουν και να σου πουν τη γνώμη τους προκειμένου να διαμορφώσεις και την δική σου, άσε το καλύτερα.
Μου αρέσει το στυλ «ας υποθέσουμε» του Καρυωτάκη, στο ποίημα με τον εύστοχο τίτλο «αισιοδοξία», είναι το ίδιο στυλ με του Νικολαΐδη, άντε του πρωταγωνιστή του, στα «γουρούνια» του, που συναναστρεφόταν κατ εξοχήν με πεθαμένους της αρεσκείας του. Ήταν εκείνο το ραντεβού με την Ρίτα Χέηγουορθ, στο σπίτι της στον λόφο με τα φοινικόδεντρα. Οι μεγάλες τζαμαρίες στο σαλόνι άφηναν να φαίνεται ο έξοχος κήπος με τα δέντρα μέσα στην θύελλα, και ο λεγάμενος ονειρευόταν ολημερίς το ραντεβού, σε στυλ «ας υποθέσουμε», και η Ρίτα είχε διώξει το υπηρετικό προσωπικό και όλα ήταν στην εντέλεια. «Ας υποθέσουμε», λοιπόν, «πως είμαστε εκεί πέρα, σε χώρες του βορρά, για να μας δεχτεί κάποια λαίδη τρυφερά, έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα».
«Πληρώνω τζάμπα τα σπασμένα κι ο θεός τα χει χαμένα. Αχ, απ’ την καρδιά της έξω, μ’ έξωση, πώς να τ’ αντέξω, δίχως καν να με ρωτήσει για να ιδιοκατοικήσει», γράφει ο Ρασούλης και γκρινιάζει για την άδικη έκβαση κάποιου ατυχούς νταλκά. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ο Ντεσπερό και ο Γέσουα

18 Φεβρουαρίου, 2010

Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, στο μυθιστόρημά του «ο μαιτρ και η Μαργαρίτα», περιγράφει τον διάλογο του ρωμαίου κυβερνήτη της Ιουδαίας, με κάποιον εβραίο ονόματι Γέσουα, που είχε συλληφθεί για υποκίνηση απείθειας και ταραχών. Ο εβραίος δεν μοιάζει να φοβάται μπροστά στην φονικότατη και πέραν αμφισβήτησης ρωμαϊκή εξουσία, και μπροστά στις μεθόδους πειθούς που χρησιμοποιούν και στις ποινές που επιβάλλουν, που όλοι τις τρέμουν, σοφώς ποιούντες, και εκ πείρας. Η φαινομενικά αδικαιολόγητη και ενοχλητικά αστήρικτη έλλειψη έμφρονος φόβου του Γέσουα, μοιάζει με την απάθεια και την αγνωσία του κινδύνου που επεδείκνυε ο Ντεσπερό, ένα ποντίκι καρτούν, που στο σχολείο των ποντικών ήταν απροσάρμοστος και έτσι δεν έμαθε την βασική γνώση που έπρεπε να αποκτήσει ένας ποντικός, την γνώση του φόβου, που έπρεπε να τον αισθάνεται και να τον επιδεικνύει εκάστοτε. Ο Ντεσπερό δεν φοβόταν λοιπόν, όταν έπρεπε, και έτσι, απέναντι σε αντίπαλους ακαταμάχητους είχε μια στάση ανάρμοστη, σε σχέση με το τι μπορούσαν να του κάνουν, και τι δεν μπορούσε να τους κάνει αυτός. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Τράμπαντ

17 Φεβρουαρίου, 2010

Διαβάζοντας διάφορες αναλύσεις, περί του πώς έχουν τα πράγματα την σήμερον ημέρα, και γιατί; Αναλύσεις δηλαδή, αν υπάρχει κάποιου είδους κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα εν Ελλάδι, και «τις πταίει;», Θα έλεγα, ότι οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι πράγματι υπάρχει τέτοιου είδους πρόβλημα. Και δείχνουν τους φταίχτες με το δάχτυλο, αφού όλοι είναι εδώ, και γνωστής διεύθυνσης και τηλεφώνου και λοιπών στοιχείων, φερ ειπείν, μιάς που ανοίγοντας τον τηλεφωνικό κατάλογο έχεις πλήρες ευρετήριο της λαϊκής νομενκλατούρας των κατηγορούμενων, θα έλεγα.
Η διαφοροποίηση από κάποια πλειοψηφούσα γνώμη, συνήθως εμφανίζεται ως ηρωικώς αιρετική, ως ενδιαφέρουσα αφού αντιστέκεται στην κοινοτοπία, αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Διάβαζα το λοιπόν, κάποια ηρωικώς μαχόμενη τις ανωτέρω κοινοπίες άποψη, ότι δηλαδή, η ελληνική κοινωνία δεν έχει προβλήματα κοινωνικοοικονομικής φύσεως, εν γένει, whatsoever, και αν υποθέσουμε ότι έχει, τότε δεν φταίει αυτή. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

είχαν φύγει όλοι..

17 Φεβρουαρίου, 2010

Γράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης σε ένα ποίημα, ότι άκουσε να χτυπάει το κουδούνι του, άνοιξε την πόρτα και δεν ήταν κανείς. Σκέφτηκε ότι θα ήταν τίποτα σκανταλιάρικα παλιόπαιδα που διασκέδαζαν με κακόγουστα αστεία, βγήκε στον δρόμο αλλά δεν φαινόταν κανείς. Κανείς, κυριολεκτικώς. Ο δρόμος ήταν άδειος, η γειτονιά ήταν άδεια, όλη η πόλη ήταν άδεια, και όταν ξαναμπήκε στο σπίτι του, έλειπαν και η γυναίκα του και τα παιδιά του. Όλοι είχαν φύγει, και το συνοδευτικό συναίσθημα που υπονοείται, είναι κάτι σχετικό με απώλεια και έλλειψη και νοσταλγία, και τέτοια.
Αντιθετο ήταν το συνοδευτικό συναίσθημα, σε μια παρόμοια φανταστική ιστορία που διηγήθηκε ο Χωρατατζής, που έκανε θελήματα για το προσωπικό της μαφίας, σε κάποια ταινία, στον μαφιόζο μπος που του ζήτησε αυστηρά, να του πει μια αστεία ιστορία, από αυτές που είχε ακουστά ότι έλεγε για να συνοδεύει τα θελήματα και να διασκεδάζει το προσωπικό. Ο Χωρατατζής ήξερε ότι ο ιταλός μπος δεν χρειαζόταν κάποιον ιδιαίτερο λόγο για να σκοτώσει κάποιον, και τώρα ήταν φανερά ζοχαδιασμένος και του ζητούσε σε τόνο ανησυχητικό να του πει κάτι αστείο, κι ας τον έβλεπε να τρέμει σύγκορμος από τον φόβο, φανερά ντεφορμέ. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

κάποιο αλυσιτελές στυλ

16 Φεβρουαρίου, 2010

Τρώω ένα μακρύ κριτσίνι χωρίς χέρια, κάπως στο στυλ τύπων που έχω δει να καπνίζουν χωρίς χέρια, και το όλον με βάζει σε σκέψεις διάφορες. Το κάπνισμα χωρίς χέρια είναι παλιό, σπάνιο τώρα, στυλ. Γιατί όμως κάποιοι βρίσκουν, ότι ένα τσιγάρο φυτεμένο στο στόμα προσθέτει κάτι που τους ενδιαφέρει να προσθέσουν στην εικόνα τους και φωτογραφίζονται τοιουτοτρόπως; Κάποιες φωτογραφίες, μου ‘ρχονται κάπως φλου στη μνήμη, με κάποιους και κάποιες που ήταν φανερή στην πόζα τους η σιγουριά ότι το φυτεμένο τσιγάρο στο στόμα κάτι πολύ ιδιαίτερο και επιθυμητό τους προσέθετε. Κάτι σαν τους ποδοσφαιριστές και προπονητές που μασάνε επιδεικτικά μαστίχα στον φακό, με την φανερή πεποίθηση ότι αυτή η μηρυκαστική εικόνα τους κάτι σημαίνει που τους κολακεύει. Είναι έντονη η προσπάθεια κάποιων να επιδείξουν φουσκωμένο στήθος, φουσκωμένα χέρια, κάποια σωματική διόγκωση και εξόγκωση, με φανερή την πεποίθηση ότι αυτή η εικόνα είναι καλύτερη από κάποια χωρίς αυτά τα στοιχεία. Στην «γλυκειά συμμορία» του Νικολαΐδη, προσπαθώντας ο Αργύρης ο ηθοποιός να πείσει τον σκηνοθέτη της πορνοταινίας να δεχτεί τον φίλο του να τον αντικαταστήσει στον ρόλο, του λέει, να, είναι ωραίος, είναι και δεμένος, όλα εντάξει. Ο σκηνοθέτης δεν ψήνεται και απαντάει, τι θες να πεις δεμένος, θα μας δείρει δηλαδή; Σαρκάζοντας πετυχημένα το θέμα της πόζας και του τι νομίζει ο καθένας ότι δηλώνει με αυτήν, αλλά και προσθέτοντας και μια σκιά αμφισβήτησης, στο πόσο μπορούν να εξυπηρετήσουν κάποιον κάποια έξτρα προσόντα, ας πούμε. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

γάτες

16 Φεβρουαρίου, 2010

Ο Μόντι σε μια εγγλέζικη ταινία, προσέχει την διατροφή της γάτας του και της κάνει κάποια δίαιτα -σε αντίθεση με τον εαυτό του- και έχει σχέσεις πάθους μαζί της. Και εξηγεί στους επισκέπτες του, ότι η επίσκεψη θα πρέπει να λήξει προώρως, ότι δυστυχώς θα πρέπει να πηγαίνουν, γιατί η άτιμη η γάτα τον τάραξε πάλι, αφού το σιχαμερό ύπουλο ζωντανό τους πλησίασε και προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοιά τους ώστε να το ταΐσουν και να καταδολιεύσει έτσι την δίαιτα εκ μέρους του κυρίου της, κατά την ερμηνεία που έδωσε ο Μόντι, στους κάπως αιφνιδιασμένους επισκέπτες του. «Όλο το έντερό του σκέφτεται το σιχαμερό γουρούνι!» φωνάζει ταραγμένος ο Μόντι, και δεν έχει πια μυαλό για τίποτε άλλο, μετά από την ανεπίτρεπτη ιταμότητα της γάτας. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

εκατομμυριούχοι

11 Φεβρουαρίου, 2010

Διαβάζω στα απομνημονεύματα του Ανδρέα Συγγρού, ενός πλούσιου επιχειρηματία του 19ου αιώνα, για τους πλούσιους του συναφιού του, που δεν νομίζω πως τους έλεγαν εκατομμυριούχους τότε, που πολύ απέχουν από το κοινοτόπως γνωστό του τύπου που ζει μέσα στην χλιδή και τέτοια. Γράφει ο Συγγρός με πειστική ειλικρίνεια, για παιδιά πάμπλουτων επιχειρηματιών, που τα έβαζε ο μπαμπάς να δουλεύουν 10 ώρες τη μέρα, στον πάτο της υπαλληλικής ιεραρχίας της οικογενειακής επιχείρησης, χωρίς προνόμια, για να «μάθουν την δουλειά» βήμα βήμα και από κάτω προς τα πάνω. Και οι πλουσιότατοι μπαμπάδες, δούλευαν κι αυτοί με εξαιρετική πειθαρχία και σκληρό ωράριο, και πουθενά δεν είδε αλαζονεία και σταριλίκι και ψυχαναγκαστική επιδειξιομανία, ο συμπαθέστατος Συγγρός, στο συνάφι του, των πετυχημένων ελλήνων επιχειρηματιών που κυριαρχούσαν στην Κωνσταντινούπολη του 19ου αιώνα.
Κάπως έτσι αλλά όχι ακριβώς, σε ένα πνεύμα διαφοροποίησης πάντως από το κοινότοπο μοντέλο, λέει και μια νορβηγική διαφήμιση, ότι οι εκατομμυριούχοι του (νορβηγικού) λόττο, δεν μοιάζουν με τους κοινούς εκατομμυριούχους, και παρακάτω εξηγείται. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

μα, γιατί δεν πέφτει;

10 Φεβρουαρίου, 2010

Είμαι στο σπίτι και είναι ένα κουνούπι στο ταβάνι και εγώ βέβαια τα μισώ τα κουνούπια και πρέπει οπωσδήποτε να το σκοτώσω. Παίρνω μια μπλούζα και του την πετάω κι αυτή φαινομενικά το πετυχαίνει αλλά αυτό απλώς αλλάζει θέση και δεν πέφτει, και ξανά και ξανά. Κι αυτή η εμμονή του να μην πέφτει με νευριάζει και μου θυμίζει τον bulletproof Tony στην ταινία του Γκάϊ Ρίτσι, τον οποίο πυροβολούσε ξανά και ξανά ένας κινέζος αλλά ο Τόνι δεν έπεφτε και τον κοιτούσε καταματωμένος και ιδρωμένος με γουρλωμένα μάτια, και ο κινέζος πυροβολούσε, σταματούσε περιμένοντας να δει τον Τόνι να πέφτει και ούρλιαζε έξαλλος, «γιατί δεν πέφτεις;» και ξαναπυροβολούσε ωρυόμενος εκτός εαυτού, «die! die! die!». Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Ο Αδόλφος Χίτλερ κατάφερε να γίνει τόσο δυσάρεστος, σε τόσους πολλούς, όσο και σε όσους, πάνω κάτω ήθελε, και οι προσπάθειές του επ’ αυτού δεν ήταν καθόλου αποτυχημένες με μια έννοια,  την εν λόγω, ενώ κατά άλλες έννοιες μάλλον απέτυχε. Νομίζω πως το όνομα Αδόλφος δεν το έχω συναντήσει ποτέ, μετά από αυτόν, σε αντίθεση φερ ειπείν, με το όνομα Γιόζεφ, και τα δύο διεθνοποιημένα, και τα δύο συνδεόμενα με πρόσωπα ιδιαιτέρως λαοφιλή και λαομίσητα, και υπεύθυνα για περισσότερους θανάτους και καταστροφές από οποιονδήποτε άλλον, πριν και μετά.
Ο Αδόλφος προσχώρησε σε μια θεωρητικοποίηση, που του ταίριαζε γάντι, μιάς που ο ίδιος ήταν η ενσάρκωσή της αυτοπροσώπως, ότι, ένας όχι και τόσο ευφυής, όχι και τόσο γραμματισμένος, ένας μεσαίος κοινός τύπος, ούτως ειπείν, είναι ο πλέον κατάλληλος και κατ’ εξοχήν αρμόδιος, να ξεκαθαρίσει μια και καλή, ποιοί είναι οι «καλοί» και ποιοί είναι οι «κακοί», πέραν πάσης αμφιβολίας, και αφού τους ξεκαθαρίσει, μετά να τους «καθαρίσει», δείχνοντας ακραία αποφασιστικότητα και λυσιτελώς πρακτικό πνεύμα, επιτέλους. Ακριβώς όπως το εννοούσαν τρεις ιρλανδοί και ένας ιταλός, σε μια ταινία. Ήταν κι αυτοί αυθετικοί εκπρόσωποι του «μέσου κοινού τύπου», λίγο μυαλό, λίγη μόρφωση, απλή θεωρητικοποίηση, περί «καλών και κακών», και εδώ τελειώνει η «θεωρία» και αρχίζει η «πράξη». Οι «κακοί» πρέπει να εκλείψουν. Έτσι, δολοφονούν συστηματικά μαφιόζους και συναφείς εγκληματίες, που ως «επαγγελματίες κακοί», δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ταιριαστοί, πιο «αναγνωρίσιμοι» ως στόχοι. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »