sh…. fu…

26 Μαρτίου, 2024

Η μεταμόσχευση του αηδιαστικού υλικού που απομένει στο έντερο στο τέλος της διαδρομής του (όταν πια έχουν αποτύχει όλες οι πιο αξιοπρεπείς και λιγότερο embarassing θεραπείες, όταν είναι κάποιος at the end of his rope, όταν η υγεία του έχει καταρρεύσει σε τέτοιο βαθμό, επειδή πιθανόν he does not know the ropes, δεν ξέρει δηλαδή τί κάνει το κάθε σκοινί -metaphorically- από τα πολλά, ώστε να τραβήξει το κατάλληλο, εν είδει ναύτη σε αγγλικό ποντοπόρο ιστιοφόρο του 17ου αιώνα, αφού αυτό διέθετε αξιόλογο αριθμό σκοινιών που έπρεπε να ξέρεις τί κάνει το καθένα, αλλιώς θα είχες σοβαρό πρόβλημα on board, και έτσι, αυτός που η γνώση του για το σκοινοτενές έντερο δεν είναι συγκρίσιμη με την γνώση περί σκοινιών του συγγραφέα, who -obviously- knew the ropes, και που συντέλεσε ίσως έτσι στην ενσωμάτωση του μεταφορικού ναυτικού ιδιωματισμού στην γλώσσα, ως απολίθωμα δυσεξήγητο, καιρό μετά την έκκλειψη των ιστιοφόρων με το δαιδαλώδες και λαβυρινθώδες σύστημα σκοινιών, και που περιγράφει ένα ένα από πλευράς λειτουργίας και ονομαστικά το κάθε σκοινί από τα απροσμέτρητα σκοινιά, στο ιστιοφόρο που μπάρκαρε ο Ισμαήλ μαζί με τον δύσκολο κάπτεν Άχαμπ), νομίζω πως είναι κάποια αποτελεσματική θεραπεία για σοβαρές αρρώστιες, πράγμα που κάνει την δημοφιλή έκφραση περί ακραίας ευτέλειας, και συναφούς περιφρόνησης, i don’t give a shit, αν μη τι άλλο, άστοχη, αφού πρόκειται περί θησαυρού, λανθάνοντος. Και εννοείται πως αυτό που είναι κρίσιμο να μεταμοσχευθεί, είναι το πιο ενδιαφέρον μέρος του κακόφημου υλικού, που είναι το μικροβίωμα που ενδημεί εκεί, και που είναι τόσο σημαντικό, και τόσο under-rated, όσο ακριβώς κακόφημο είναι το δυσάρεστο περιεχόμενο του εντέρου, πολύ δηλαδή. Βρίσκω πως, shit και fuck είναι οι λέξεις που προτιμώνται από το σύνολο των πάσης φύσεως τύπων και χαρακτήρων στα φιλμ που μιλάνε αυτή την γλώσσα, ακόμα και όταν δεν την μιλάνε πέραν αυτών των δύο λέξεων, ακόμα και όταν μιλάνε κάποια άλλη, επιλέγουν αυτές τις παγκοσμιοποιημένες λέξεις, όταν θέλουν να εκφράσουν με έμφαση έντονο θυμό, what the fuck, απογοήτευση, shit, απόγνωση, αξιοπρόσεκτα ακραία συναισθήματα εν γένει. Μου φαίνεται πως είναι οι λέξεις της απόλυτης προτίμησης όλων των αγγλόφωνων αλλά και πολλών που αρκούνται στην γνώση των δύο αυτών λέξεων, εν είδει fluent speakers ως προς αυτό μόνο το μικρό κομμάτι της γλώσσας, ως το πιο ζωτικό, ή ως το πλέον internationally accepted, ή ως το πιο πετυχημένο και με την βέλτιστη διεισδυτικότητα στις άλλες γλώσσες και στην ψυχολογία του διεθνούς κοινού. Αλλά, the f word αφορά την πιο περιούσια, την πιο περιζήτητη δραστηριότητα κατά κοινή ομολογία, κάτι τι για το οποίο είναι διατεθειμένοι να κάνουν μεγάλες θυσίες, που το επιδιώκουν με κάθε κόστος και είναι το απόλυτα προτιμώμενο κατόρθωμα, ή μύθευμα, στο οποίο βασίζεται η δημόσια εικόνα τους, αλλά και η ιδιωτικής χρήσης εικόνα, είναι το new -and the less new- sexy. Έχουμε το λοιπόν κάποια συναισθηματική πολικότητα κάπως ανισόρροπη ανάμεσα, από τη μία στην διαρκή επιθυμία για σέξι εξάρσεις και κατορθώματα και/ή φαντασιακά μυθεύματα, just pick one, or not, και από την άλλη, σε κάποιο υποσυνείδητο φόβο, ή δυσάρεστη βεβαιότητα, ίσως, πως τίποτα από αυτά δεν βγαίνει ποτέ σε καλό, για κάποια από τις δύο πλευρές, όχι ξεκάθαρα ποιά. Θα μπορούσε και να καταφύγει κάποια/ος, για να βρει κάποια άκρη, στο διπλής όψης συναίσθημα, πως πρόκειται για διαδικασία, κάπως over-rated (πράγμα που διαπιστώνεται μόνο στο τέλος της διαδικασίας, ξανά, και παρά την πρόγνωση στην αρχή της ότι και βέβαια αυτή θα είναι, again, η προαναγγελθείσα διαπίστωση στο τέλος), στο στυλ ίσως που υπαινίσσεται και ένας εκ των χαρακτήρων στην ταινία «φτηνά τσιγάρα», που εν είδει budist mantra, επαναλάμβανε, «δεν θέλω να γαμήσω, θέλω να ηρεμήσω», και εξηγούσε έτσι στον έκπληκτο εαυτό του, αλλά χωρίς να βρίσκει κατανόηση παραπέρα, την όλη μεταστροφή του και αλλαγή της αναμενόμενης συμπεριφοράς του εν γένει (η συμπεριφορά που αναμενόταν από αυτόν, ως μέχρι πρότινος προαγωγού και μαστροπού, δεν ήταν συμβατή με το παράδοξο mantra που μονολογούσε, και σήμαινε ίσως κάποιον σκεπτικισμό ως προς την υπέρτατη αξία του fuck, ως τεκμήριο κοινωνικής καταξίωσης par excellence ), και εν είδει μετρίως κατανοητού και ευρέως ακατανόητου δελφικού χρησμού, διατύπωνε την ένστασή του σχετικά με το οιονεί αμάχητο τεκμήριο της αξίας της τέταρτης λέξης (χωρίς όμως, υποψιάζομαι, να έχει κάποια πιό συγκεκριμένη θεωρία για το όλο ζήτημα, μόνο κάποια αμήχανη δήλωση προθέσεων, μάλλον..).

αυτό, ξαναπές το

14 Ιουλίου, 2023

νομίζω πως και βέβαια θα πρέπει να υπακούσω στην παλιά προτροπή του μπαμπά, και να ξαναπώ ό,τι ήταν αυτό το πετυχημένο, προκειμένου να αναπαραστήσω έτσι κάποιο ευτυχές συναίσθημα εν είδει context, ας πούμε, αν και, full disclosure, ήταν καθαρά ρητορικό σχήμα, δεν ήταν προτροπή, εκ μέρους του μπαμπά φοβάμαι, ήταν κάτι σαν υπαινιγμός μάλλον, σε στυλ, επιτέλους είπες και κάτι τι που εγκρίνω, και έτσι για σιγουριά, μείνε σε αυτό, και μην ξανοίγεσαι σε αποτυχημένους αυτοσχεδιασμούς. Πάντως προσπαθώντας να σταθώ στο ύψος της vintage κουβέντας, θα έλεγα ότι και βέβαια είναι σκόπιμο να ξαναειπωθεί (αυτό) και λίγο διαφορετικά, σαν την ανάκληση ίσως κάποιας ανάμνησης που τροποποιείται κάπως κάθε φορά που ανακαλείται, και σαν μια προσμονή ότι η επόμενη ανάκληση θα είναι λιγότερο χάλια από την προηγούμενη. Κι όμως, δεν γίνεται να ήταν τόσο λάθος η αίσθηση πως κάτι τι χρήσιμο επιτέλους έχει ειπωθεί, το ότι αυτή η αίσθηση όμως κράτησε τόσο λίγο, και απέτυχε στην μεθεπόμενη δοκιμασία εφαρμογής της ως διαρκούς συνταγής, δείχνει ότι μάλλον πρέπει να ξαναειπωθεί (αυτό) κάπως αλλιώς που να καλύπτει έτσι το κάπως αλλιώς που στο μεταξύ μου προέκυψε. Το vintage της κουβέντας έχει να κάνει με το ότι εξέφρασε τα στιγμιαία συναισθήματα που συντρέχουν, όπως τα ερμηνεύεις πρόσκαιρα τουλάχιστον, αφού μετά, όταν η κουβέντα θα ξαναχρησιμοποιηθεί, έχοντας στο μεταξύ αξιολογηθεί ως vintage, τα συντρέχοντα συναισθήματα και το γνωστικό υπόβαθρο έχουν αλλάξει κάπως, οι απαιτήσεις της στιγμής διαφέρουν, και έτσι ίσως προχωράει και εξελίσσεται η γλώσσα φερ ειπείν, αφού τώρα που το ξαναλές μπορεί και να αισθανθείς την ανάγκη για διευκρινίσεις ως προς το τί άλλο θα μπορούσε να ειπωθεί περί αυτού, εν όψει νεότερων στοιχείων που προέκυψαν. Ομμ είναι ας πούμε κάποια vintage κουβέντα που αποπειράται να ενσωματώσει κάθε περιρρέουσα δυνατότητα που έτρεχε την στιγμή της αποκρυστάλλωσης, και έτσι επαναλαμβάνοντας ομμ, ομμμ, ή και ομμμμ, κλπ, αποπειράται κάποιος να φέρει στο δικό του μήκος κύματος τον άπιαστο κυματισμό των βαρυτικών κυμάτων που μάταια προσπαθούν να καταγράψουν με μηχανήματα, και σερφάροντας φωνητικά ελπίζει μήπως και σκεφτεί κάτι τι χρήσιμο κατά την διαδικασία.

μεταφορικά

7 Ιουλίου, 2023

Ας πούμε ότι η έκφραση του προσώπου που συνήθως φέρεται από κάποιον ως οιονεί μάσκα της προτίμησής του, είναι κάτι. Κάτι εν είδει tip of the iceberg, αλλά τα εν λόγω στην φύση όταν λιώνουν υπό την επήρεια του αέρα από πάνω και του νερού από κάτω, το κάνουν ασύμμετρα, και έτσι τουμπάρουν φαινομενικά ανεξέλεγκτα, και απρόβλεπτα (αφού αλλάζει η μορφή και η πλευστότητα του πλέοντος κρύσταλλου, που η αλλαγή των συντεταγμένων των πολυέδρων του τον βάζει σε στροβιλισμό, σαν το αστέρι του Δαυίδ στην σημαία του Ισραήλ, που γεωμετρεί τον στροβιλισμό του μουσουλμάνου περιστρεφόμενου δερβίση, σαν την νιφάδα που σχηματίζεται ραγδαία μέσα στο σύννεφο και μετασχηματίζεται με στροβιλισμό μέχρι το έδαφος) αλλά υπό τον έλεγχο κάποιου παράξενου ελκυστή, θα έλεγα, που κατά την ανησυχητικά υπέροχη θεωρία του χάους, δημιουργεί κάποια κανονικότητα εν μέσω κάποιας χαοτικότητας, δηλαδή κάτι τι που αν και παραμένει παράξενο, εν τούτοις ας υποδυθούμε πως το καταλαβαίνουμε, to understand it, να σταθείς από κάτω, σε στυλ «κάτσε κάτω από την μπάρα!» που προέτρεπε ένθερμα ο προπονητής τον αρσιβαρίστα προκειμένου να την ισορροπήσει για λίγο πάνω από το κεφάλι του, υποδυόμενος προς τους κριτές ότι την ελέγχει κατά κάποιον τρόπο που δεν είναι υπεράνω αμφισβήτησης, ας πούμε, και ο αρσιβαρίστας κοιτάζει τότε τους κριτές με αγωνία και νόημα, υπενθυμίζοντας τους τις υποχρεώσεις τους, δηλαδή εγώ υποφέρω εδώ, I am dying here, be good sports and play the game! Και αυτοί μεγαλόψυχα κάνουν πως το πιστεύουν και πιστοποιούν έτσι με την αυθεντία τους την ετοιμόρροπη συμβατικοτητα της ουσίας του understand…

Κάτι σαν προκαταρκτική δήλωση εν όψει αυτών που θα ακολουθήσουν, ή ίσως ως διαρκής επωδός, μου μοιάζει το κάπως αυτάρεσκο πλην συμπαθέστατο και υποθέτω καλά δουλεμένο βλέμμα που συνοδεύει αντιστικτικά την κομψή προσωδία της φωνής, πράγμα που μου εμπνέουν ο Merlin Sheldrake και ο Κουρεντζής φερ ειπείν, που με κάποια επίγνωση ίσως ότι αυτά που πρόκειται να ξεστομίσουν περί της αγάπης του ενός για τους μύκητες και του άλλου για την μουσική, δεν θα τους είναι αρκετά για να μεταφέρουν το αισθητικό και συναισθηματικό φορτίο της αρεσκείας τους, ε τότε κι αυτοί διοχετεύουν κάποια overdose γοητείας που έχει να κάνει με τα μάτια και κάποιον χαλαρό κυματισμό στους μύες γύρω από αυτά, σε αντίθεση θα έλεγα με εκείνο τον τύπο σε κάποιο φιλμ που δεν είχε αποφασίσει ίσως για την μάσκα της προτίμησής του, ή μπορεί να ήταν μη διατηρήσιμη επειδή άλλαζε γρήγορα προτιμήσεις, και έτσι ο κυματισμός στο πρόσωπο έμοιαζε ταραχώδης και μάλλον ανεξέλεγκτος, και αυτό το υποθέτω λόγω της διαρκούς απόγνωσης που εξέπεμπε από τα μάτια (που την βρήκα παρόμοια με την απόγνωση που θα καθρεφτιζόταν στα μάτια του πρίγκιπα Μίσκιν στην Αγία Πετρούπολη καθώς ένιωθε μέσα του να φουσκώνει η αύρα της επερχόμενης κρίσης επιληψίας και ανέβαινε στην κλίμακα έντασης ο πανικός για αυτό που είχε αρχίσει να ξανασυμβαίνει, και ο συγγραφέας του περιέγραφε σαν τον Όμηρο το τσουνάμι που έστελνε ο Θεός Πάνας και σάρωνε το πλήθος του στρατεύματος των Τρώων σαν το σμήνος των πουλιών που μετατρέπεται σε κύμα όταν πλησίαζε απειλητικά ο Αχιλλέας στην πρώτη περίπτωση και κάποιο γεράκι στην δεύτερη, παρατηρώντας μεθοδικά την δική του εμπειρία, και όπως κάποιοι Ιάπωνες με εμπειρία της γεωφυσικής τους ιδιαιτερότητας, βλέποντας την θάλασσα να τραβιέται ήξεραν, έτσι και ο Ντοστογιέφσκι ήξερε ότι η αύρα ήταν σαν την απειλητική απόσυρση της θάλασσας από την ιαπωνική παραλία, πως προανήγγειλε την ηλεκτρική καταιγίδα που θα σάρωνε το νευρικό του σύστημα, αλλά ενώ οι Ιάπωνες μπορούσαν να τρέξουν, και να παρακολουθήσουν μετά με κάποια ασφάλεια ως θεατές, αυτός δεν μπορούσε να πάει πουθενά και ο Αρμαγεδδών θα του συνέβαινε προσωπικώς και δεν επρόκειτο να του παραχωρηθεί ο πιο βολικός ρόλος του θεατή), ανεξαρτήτως αν το κύμα ήταν σε φάση πλημμυρίδας ή άμπωτης, ή αν η καταιγίδα που σάρωνε τους μυς γύρω από τα χείλη ή κάτω ή πάνω ή πλάι από τα μάτια είχε ανέβει στην κλίμακα πέντε των τυφώνων, ή κάτι μη μετρήσιμο, η μάσκα που φορούσε δεν ήταν σαν το σύνηθες standing wave, ήταν τόσο ρευστή που μου φαίνεται πως τον κούραζε κάπως, αλλά κάποιος strange attractor ίσως έλεγχε το χάος του δράματος που κυμάτιζε στο πρόσωπό του με ένα μεγάλο εύρος συναισθημάτων να εναλλάσσεται περιοδικά (προέκυπτε έτσι κάποια παράξενη αλχημεία με πρωτοφανή συναισθήματα περί του πώς νομίζει ο θεατής ότι αισθάνεται ή θα ήταν σκόπιμο ή ίσως πρέπον να αισθανθεί, ενόψει και του τί υποθέτει πως αισθάνεται ο άλλος), και το αποτέλεσμα ήταν εξουθενωτικά μοναδικό. Το χάος είναι μου φαίνεται που προσπαθεί να αναπαραστήσει γεωμετρικώς η μέρκαμπα, το άστρο του Δαυίδ, που υπονοεί κίνηση στην γεωμετρία του, κάποια ζωντανή γεωμετρία σαν του παγόβουνου ας πούμε, αλλά σε πολύ μικρότερο μήκος κύματος, στο μήκος κύματος με την ιλιγγιώδη συχνότητα περιστροφής των συναισθημάτων ας πούμε, και μια μέρκαμπα εν είδει ανεξέλεγκτου καλειδοσκόπιου δήλωνε τον καταιγισμό των πρωτοφανών συναισθημάτων που έρρεαν συγκλονιστικά πίσω από την ρευστή τρικυμισμένη μάσκα. Το standing wave που κυμάτιζε ο δαίμονας στο πρόσωπο της μικρής Μεξικάνας κατέρρευσε όταν ο Konstantin με έναν πετυχημένο εξορκισμό τον ξαπόστειλε, και η αλλαγή κυματισμού κατέβηκε φανερά την κλίμακα μποφόρ στο φιλμ, από τους θυελλώδεις unpleasant κυματισμούς σε στυλ grand guignol, στην κάλμα της αθώας κορασίδας, και αιωρήθηκε κάποιος υπαινιγμός πως έγινε κάποια αλλαγή agency. Conscious agents είναι κάποια ενδιαφέρουσα θεωρία που ισχυρίζεται πως υπάρχει υπερεπάρκεια από ψυχολογικά mindsets, αφού η αίσθηση του εαυτού είναι ας πούμε κάποιο ιδιαίτερα ανοιχτό σε υποθέσεις και εικασίες συνονθύλευμα από όλο αυτό το mind like υλικό που οι αρχαίοι εύστοχα νοηματοδοτούσαν προσλαμβάνοντας το ως θεότητες, οι οποίες ας πούμε, όσο κι αν αμφισβητούνται, ως γελοία ανύπαρκτες, παράγουν υπαρκτές συνέπειες εντούτοις, στο στυλ θα έλεγα, του λούτρινου κάστορα στο φιλμ beaver, όπου ο πρωταγωνιστής χρειάζεται επειγόντως κάποιον να του πει κάτι σε στυλ, είμαι εδώ για σένα και καταλαβαίνω πως θέλεις κάποιον που να σε πείσει περί αυτού, και έτσι προσαρμόζει μόνιμα στο χέρι του εν είδει μαριονέτας τον κάστορα (με κάποια αντίστροφη κατανομή των ρόλων όμως, αφού με ανακούφιση μπήκε ο ίδιος στο πετσί του ρόλου του ενεργούμενου) για να αποκτήσει έτσι χειροπιαστή υπόσταση ο Θεός, ο conscious agent (έστω με κάποια όχι και τόσο prestigious μορφή, αλλά από την άλλη, πάλι, δεν θα ήταν η πρώτη φορά που οι θεοί θα πόνταραν σε εναλλακτικές ας πούμε, φόρμες, για να κάνουν έτσι πιο κρυπτικό για τους άσχετους και πιο δεισδυτικό για τους μύστες το μήνυμα), που θα του υπαγορεύει πώς να ζήσει, και να μην θεωρηθεί πως η ζωτικής σημασίας agency είναι απλώς η ιδέα του, στην προσπάθεια του, ειρήσθω, να βρει κάποιον γκουρού κάποιον μέντορα να του πουν τί να είναι, τί να κάνει, πού να πάει, ερωτήσεις που εύλογα έθεσε το αόρατο κορίτσι σε κάποιο άλλο φιλμ, το above the shadows, ίσως, αλλά και το delivery boy στο άλλο φιλμ, τα 30 δευτερόλεπτα μάλλον, και κάποιοι μυστικιστές άραβες σούφι και κάτι άλλοι εβραίοι καβαλιστές, έλεγαν ότι οι δυσκολίες τους στην αναζήτηση του Θεού οφείλονταν στο ότι τους έψαχνε κι αυτός, και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ζέση από την δική τους, γιατί εκείνος ήξερε κάτι που αυτοί δεν ήξεραν, και έπρεπε να τους ενημερώσει σχετικώς, μιας που δεν ήξεραν ότι δεν ήξεραν, και όταν κατάλαβαν την όλη παρεξήγηση, ε, ήταν κάπως σαν απάντηση, δελφικού τύπου θα έλεγα, στην ρητορική ερώτηση του delivery boy, θέλω να αλλάξω αλλά δεν ξέρω σε τί ακριβώς συνίσταται η αλλαγή που θα με αποτρέψει από την απόγνωση. Όλα αυτά βέβαια είναι μεταφορικά, δηλαδή χρειάζονται μεταφορές σε στυλ, σαν αυτό το μετρίως γνωστό πράγμα, ή σαν το άλλο που φαίνεται γνώριμο, και το μεταφορικό δυναμικό της εκάστοτε μεταφοράς έχει να κάνει και με την ποσότητα πληροφορίας που τυχόν ενδιαφέρεσαι να αξιοποιηθεί, να ας πούμε, πόσους θεούς χρειάζεσαι για να σε εμπνέουν ώστε να κρατηθεί το ενδιαφέρον.

extraordinary

17 Απριλίου, 2023

Πώς θα μπορούσα να το ξέρω; Μιας που πρόκειται για ιδιωτική εμπειρία που δεν μεταφέρεται, ολόκληρη τουλάχιστον, η εν λόγω ευτυχώς καταγράφηκε σε κάποιο φιλμ. Για την ακρίβεια ένα μέρος μόνο της εμπειρίας (το υπόλοιπο που είναι το σημαντικό, επειδή το αισθάνθηκε κάποιος με τρόπους που θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντες) μπορεί συμβολικά να μετατραπεί σε σύμβολα, εικόνα και γλώσσα, και έτσι η τέχνη με αποτελεσματικότητα όση και της αλχημείας (ο αλχημιστήςσυνήθωςπροσπαθώντας να φτιάξει κάτι τι, έφτιαχνε κάτι τι άλλο που προέκυπτε στο μεταξύ και που ήταν περίπου κάπως διαφορετικό από το αναμενόμενο, αλλά ενδιαφέρον πάντως κατά κάποιον απρόσμενο τρόπο), μετατρέπει κάποια συναισθηματική ουσία σε κάποια που της μοιάζει κάπως (αφού η συναισθηματική ουσία δεν είναι αντικείμενο, και έτσι δεν μεταφέρεται αντικειμενικά λέμε, και αυτή η διαπίστωση μπορεί να προκαλέσει αίσθηση μοναξιάς, αλλά και το αντίθετο, δηλαδή είτε αίσθηση ανεπάρκειας (τί κρίμα που δεν με καταλαβαίνει κανείς), είτε υπερεπάρκειας, αφού στην δεύτερη περίπτωση συνδέεται με την διαπίστωση ότι το σύμπαν δεν είναι material αλλά mind like (που θα έλεγα ότι είναι κάτι σαν το αντίθετο της μοναξιάς αφού το σύμπαν είναι μέσα σου, ο,τι κι αν σημαίνει αυτό), και έτσι η λεγόμενη επιστήμη και ο λεγόμενος μυστικισμός έχουν πολλά να μοιραστούν). Σε συγχωρώ, είπε το πτώμα στον δράστη, και αυτός είχε μια γνήσια ανάγκη να πάρει άφεση της πρόσφατης αμαρτίας, και επιπλέον ήθελε κάποιος μετά λόγου γνώσης να του πει τί γίνεται Μετά, και έτσι έσκυψε με προσμονή πάνω από τον τύπο που μόλις είχε στείλει στο Μετά, και συγκινημένος του μάλαζε τα χείλη έτσι ώστε σαν σε μεταγλωττισμένο φιλμ (στην μεταγλώττιση αυτό που ακούγεται είναι κάτι σαν παραχάραξη πάνω στο soundtrack της ταινίας, αυτός που ακούγεται βάζει λόγια στο στόμα που ποτέ δεν ειπώθηκαν και κάποιος που θα άκουγε διαβάζοντας τα χείλη θα χαμογελούσε σαρκαστικά, ενώ καποιος που δεν τα διαβάζει θα έμενε με κάποια συζητήσιμης ποιότητας εμπειρία) να φαίνεται ότι λέει αυτά που δεν εύρισκε κανέναν πρόθυμο συνομιλητή για να του πει, αυτοβούλως, ας πούμε, και με ενδιαφέρον άκουγε τον νεκρό να τον απαλλάσσει από την αδικία που του έκανε, εν όψει του πόσο ωραία ήταν στο Μετά όπου τον έστειλε. Ο νεκρός είχε ιδιαίτερη κατανόηση, και λαμβάνοντας υπόψη την αναντίρητη ανάγκη υποταγής στην τυχαιότητα, του ξεκαθάρισε ρητά ότι δεν του κρατάει κακία, αφού συμπτωματικά βρέθηκε σε λάθος, σε πρώτη ανάγνωση, τόπο και χρόνο, αντίθετα του είναι υπόχρεος, και στο σημείο αυτό άνοιξε επιπλέον με τις κατάλληλες μαλάξεις και τα μάτια και χαμογέλασε στον ευαίσθητο πικραμένο και κάπως τώρα παρηγορημένο μαριονετίστα, που σκέφτηκε πως χρειάζεται κάποιος που δεν θα είναι ο ίδιος, κάποιος έξω από τον εαυτό του, για να του πει τί να κάνει, να τον διαβεβαιώσει πως δεν κάνει λάθος, κάποιος που να ξέρει..

Εμπειρία είτε είναι fiction είτε non fiction, εφόσον συγκινεί είναι πραγματική, δικαιούται δηλαδή ο τυχερός τυχών να την συνυπολογίσει μαζί με τις άλλες, αν ξέρει τί να την κάνει, σε στυλ, ίσως, της κουβέντας που θυμάμαι από την στρατιωτική εμπειρία, «δικαιούσαι ρε;», που πάει να πει, το κέρδισες ρε, με κάποιον συγγνωστό τρόπο, ό,τι είναι αυτό που νομίζεις πως κάνεις; θα πρέπει να παραδεχτώ πως πρόκειται για φιλμ που δεν κατατάσσεται στα ποιοτικά με κάποια έννοια που θα μπορούσα να δεχτώ και με κάποια άλλη όχι, πάντως ό,τι κι αν είναι αυτό που υποτίθεται ότι θα με ενδιέφερε σε θέματα ποιότητας δεν λείπει, που πάει να πει ότι ό,τι κι αν είναι αυτό που νομίζεις πως ψάχνεις, κάποια ενδιαφέρουσα εκδοχή του δεν βρίσκεται εκεί που θα θεωρούσες πρέπον να βρίσκεται.

«no drama»

18 Ιανουαρίου, 2023

Το να μου αρέσει ο τρόπος που χρησιμοποιούνται οι λέξεις εκάστοτε από κάποιον, ώστε να θέλω να το συνεχίσω από εκεί που το άφησε, ή να το οδηγήσω σε κάποια διακλάδωση με νέες προοπτικές, συνοψίζει μάλλον την γενεαλογία της γλώσσας. «No drama», ήταν η οδηγία, ώστε να γίνει η δουλειά χωρίς περιπλοκές, αν και τα μέλη της ομάδας των μυστικών υπηρεσιών, στο φιλμ, από ό,τι φαίνεται είχαν βρει καταφύγιο στην πολυπράγμονα μονάδα -που πάντως η δουλειά της ήταν κάπως απίθανο να αποφύγει να προκαλέσει κάποιον βαθμό δραματικών συνεπειών εν γένει- προκειμένου να αποφύγουν τα ατομικά τους προσωπικά δράματα, κάπως για να αποφύγουν την αδιέξοδα ανυπόφορη προσωπική ζωή τους, κάπως σαν τον Ισμαήλ μου φαίνεται, που μπάρκαρε στο ιδιαιτέρως δυσάρεστο και επικίνδυνο φαλαινοθηρικό, ψαρεύοντας τον Μόμπι Ντικ, για να αποφύγει την ομολογουμένως αφόρητη προσωπική ζωή του. Δικαιούμαι πάντως κατά κάποιον τρόπο την φράση που μου αρέσει, όσο δικαιούμαι και όλη την υπόλοιπη γλώσσα, και το στυλ, τί κρίμα που δεν την είπα εγώ πρώτος, δεν έχει και τόση αξία, ως θρηνητική εκλογίκευση της λογοκλοπής που έτσι κι αλλιώς κάνω μετά, αφού προέχει το ότι είχα την ετοιμότητα ας πούμε, να μου αρέσει, επειδή ήξερα τί να κάνω με αυτήν, και ίσως επειδή νόμιζα ότι καταλαβαίνω το συναισθηματικό περιβάλλον που την έφτιαξε. Και σε κάποιο άλλο φιλμ κάποιο απόσπασμα από ένα βιβλίο, τα grapes of wrath που βρήκε μπροστά του τυχαία, εξυπηρέτησε τον ήρωα για να δώσει μια πετυχημένη κατά την γνώμη του απάντηση στο τηλέφωνο, καθώς είχε ξεμείνει από ιδέες και έψαχνε κάπως να εντυπωσιάσει το πρόσωπο στην άλλη πλευρά της γραμμής, και το βιβλίο του Steinbeck αυτός ήταν που το θεώρησε ότι εκφράζει το συναίσθημα του της στιγμής, ίσως λοιπόν κάπως εκλογικεύεται έτσι το ανομολόγητο plagiarism, και για λογαριασμό της άλλης πλευράς που δεν είχε διαβάσει το βιβλίο, αλλά και για κάποιον άλλο που το είχε διαβάσει και συμφώνησε μετά με την συγγνωστή λογοκλοπή, η πρόζα του Steinbeck εκλαικεύτηκε ας πούμε, η στιγμιαία σκέψη του που είχε απολιθωθεί στις ωραίες φράσεις του οπισθόφυλλου, ρευστοποίηθηκε και ξαναζωντάνεψε.

Και επιπλέον, κάποια δραματοποίηση μπορεί να είναι και ζητούμενο, κατά πώς υποννοούσε κάποιος γερμανός συγγραφέας που εξηγούσε έτσι το δυσεξήγητο περί του γιατί οι συμπατριώτες του έσπευσαν στην αγκαλιά των κακότροπων και μπελαλήδων Ναζί στα 1930 πάνω κάτω, και υπέθετε ο εν λόγω γερμανός πως οι ανιαρές ιδιωτικές ζωές των ψηφοφόρων επιζητούσαν κάποια αντισταθμιστική δραματοποίηση στην δημόσια ζωή, και οι εθνικοσοσιαλιστές τους την προσέφεραν, συνεπώς… κι αυτοί ενέδωσαν, πάντως ο Χριστός διατυπώνει μιά εξαιρετικά ριζοσπαστική και ενδιαφέρουσα άποψη περί κοινωνίας, η οποία γι αυτόν προφανώς τον λόγο μνημονεύεται σε κάποιο αντικανονικό κατά την εκκλησία ευαγγέλιο, πλην κανονικό μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας, σε παρόμοιο στυλ ας πούμε που τα έργα του Σοπενάουερ καίγονταν από τους Ναζί στην πλατεία ως αντικανονικά, πλην παρά την αγενέστατη λογοκρισία που υπέστησαν, είναι κανονικά μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας, και αναφέρει το λοιπόν ο Θωμάς στο ευαγγέλιό του, πως ο Χριστός χαρακτήρισε την λεγόμενη κοινωνία ως πτώμα, και ως πολύ σημαντικότερο αυτού του φαντασιακού πτώματος, αυτόν που θα διαπιστώσει την εν λόγω πτωματικότητα, και κατόπιν αυτού θα έλεγα ότι το πρόβλημα με την λεγόμενη κοινωνία και τις ποικίλες φαντασιακές της ιδιότητες που ασκούν ομολογουμένως δυσάρεστη πίεση σε μερικούς, συνηγορείται δεόντως, αφού ο Χριστός θα μπορούσε να υπονοήσει ίσως, πως δεν πείθεται επαρκώς από τα ποικίλα δράματα που επιζητούν θεατές και fans και που συγκροτούν κατά το μάλλον ή ήττον το περί κοινωνίας αφήγημα που ανακυκλούμενο διαρκώς φαντάζει ως κάποια συγκροτημένη οντότητα, πως ίσως θεωρεί την εν λόγω φαντασιακή οντότητα τόσο κατάλληλη για να σου πει κάτι τι άξιο λόγου, όσο και ένα πτώμα είναι κατάλληλο για να σου πει κάτι περί ζωής, φερ ειπείν, και ίσως ο Χριστός με την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δήλωση να απέβλεπε στο να υπαινιχθεί περί του πόσο ριζοσπαστικός ήθελε να φανεί, για λίγο, μόνο και μόνο για να υπαινιχθεί περί του πόσο ριζοσπαστική είναι η αλήθεια, πόσο γοητευτική πρόκληση είναι το να μπει κάποιος στον κόπο να ερμηνεύσει το τί εννοείται με αυτά τα λόγια, και σε τί θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν ίσως, και να βάλει έτσι σε κάποια δύσκολη διαδικασία στάθμισης τους έχοντες ώτα και ακούοντες, μιάς που σε αυτούς λέει ότι απευθύνεται, να τους βάλει να ισορροπούν κάθε στιγμή ανάμεσα σε κάποια ριζοσπαστικότητα και σε κάτι τι όχι και τόσο, ανάμεσα στο συναίσθημα που θα μπορούσε να εμπνέει η γελοία ευτέλεια αρκετών κοινωνικών θεσμών, και στυλ ζωής, όταν ας πούμε τα αντιπαραβάλλεις με την κβαντική θεωρία, μιάς που η δεύτερη είναι συγκινητικά ευφυής, ενώ τα πρώτα, το αντίθετο, και στο άλλο συναίσθημα που θα μπορούσε να εμπνέει η διαπίστωση πως οι περισσότεροι δεν έχουν άλλη επιλογή, ή πως οποιαδήποτε άλλη επιλογή, θα ήταν για αυτούς χειρότερη από την κάκιστη που ήδη έχουν. Βέβαια η ριζοσπαστικότητα, ως έννοια, has been hijacked, από διάφορους, έχει υποστεί πειρατεία από αυτούς θα έλεγα, όπως άλλωστε και πολλές άλλες πολυσήμαντες λέξεις, αλλά απομένει αρκετή διαθέσιμη, και ένας τρόπος να αξιοποιηθεί ο χρησμός του Χριστού είναι το να ληφθεί υπόψη ότι τα μέλη της προαναφερθείσας κοινωνίας αρέσκονται στο να λένε ιστορίες, που τις πιστεύουν, και μάλλον ιστορώντας εξυφαίνουν αυτό που λένε ζωή και αυτό που λένε Ιστορία, αλλά είναι ιδιαίτερα συζητήσιμες και διαπραγματεύσιμες οι ιστορίες τους, ως προς την αξία τους, σε σχέση με κάτι τι προτιμότερο, ας πούμε. Κάποιες ιστορίες πάντως μπορούν να ελιχθούν ανάμεσα σε πολλές κλίμακες και να γίνουν περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέρουσες, και η πιο εκκεντρική που έχω υπόψιν είναι κάποια που λέει πως όλες οι κλίμακες μας αφορούν, με την έννοια ότι το βασίλειο του Θεού βρίσκεται εδώ και τώρα μέσα σου και έξω σου, όπως διαβεβαιώνει ο Χριστός, στο προαναφερθέν αντικανονικό ευαγγέλιο του Θωμά, και όχι σε κάποιο απώτατο μέλλον κατά πώς ατυχώς γράφεται στα κανονικά ευαγγέλια, και με την έννοια ότι με όρους κβαντικής φυσικής αυτό το βασίλειο είναι το κβαντικό ρευστό πλάσμα, η ζωή, με την έννοια που μάλλον είχε υπόψη ο Τζον Λένον όταν την όριζε ως αυτό που συμβαίνει ενώ εσύ κάτι άλλο έχεις στο νου, ρευστό πλάσμα που όπως διαβεβαιώνουν εξίσου αρμόδιοι με τον Χριστό κβαντικοί φυσικοί, είναι πανταχού παρόν, και κάνει θαύματα αθέατα σε κοινή θέα, ισχυρισμός που αντισταθμίζει παρήγορα την ανησυχία που θα μπορούσε να προκαλέσει ο άλλος ισχυρισμός περί πτωματικότητας της κοινωνίας.

Κάποιος τρόπος για να αξιοποιηθεί η καλή ιδέα του αμερικάνου θεωρητικού φυσικού περί σύμπαντος συμμετοχικού -που δεν είναι δηλαδή ούτε θεϊκώς αυταρχικό επιβάλλοντας μονομερώς κάποια μοναρχική ατζέντα άκαμπτων ηθικών κανόνων, ούτε απελπιστικά τυχαίο και ανεπίδεκτο νοηματοδότησης κατά πώς γκρίνιαζε ο Καμύ, αλλά είναι κάτι τι άλλο- είναι το να αποδώσω κάποια δεύτερη ανάγνωση ας πούμε σε κάποια ταινία, πέραν των όποιων εικαζόμενων ή τεκμαιρόμενων αναγνώσεων του δημιουργού της, κατά πώς το εννοεί και ο Όσκαρ Ουάιλντ σε κάποιο ευφάνταστο δοκίμιο, όπου ο δημιουργός ανεπίγνωστα εμπνέει κάποιον αναγνώστη-κριτικό στο να αποτελέσει το έργο του αφετηρία για κάτι άλλο, όπως άλλωστε θά έλεγα, και οποιαδήποτε λέξη, φερ ειπείν, που είναι ανοιχτή σε απρόβλεπτες και ευφάνταστες χρήσεις, και οι λέξεις και η απόδοση νοήματος σε αυτές, βρίσκω πως είναι κατ εξοχήν πεδίο όπου εφαρμόζεται η θεωρία του συμμετοχικού σύμπαντος, καθώς αισθάνεται κάποιος με λέξεις, χρειάζεται συνήθως κάποια λέξη για αισθανθεί ότι νομιμοποιείται να υπάρξει αυτό που αισθάνεται, και εδώ είναι χρήσιμη η διαπίστωση του κενού, εν είδει οιονεί ρευστού πλάσματος, διαθέσιμου συμπαντικού πεδίου που χαίνει γύρω και μέσα σε κάθε μία τους, πεδίο κενό από κοινοτοπίες και πλήρες από δυνατότητες από αυτές που υπαινίσσεται ο Χριστός όταν κλείνει το μάτι με τον ανωτέρω χρησμό, πεδίο όπου η λέξη αισθάνεται σαν κάποια σταγόνα που μόλις πέρασε το χείλος του μεγάλου καταρράκτη του ποταμού Ζαμβέζη και σταθμίζει τώρα τα ενδεχόμενα αναδιαμόρφωσης της ως μέλος του εν λόγω πληθωριστικού καταρράκτη, και το λοιπόν, της μυθοπλασίας ούσας ως κάποιος τρόπος για να προταθεί κάποιο νόημα που θα λειτουργήσει πρόσκαιρα κάπως, έχουμε ένα δίκτυο κατασκόπων που για να λειτουργήσει αποτελεσματικά πέραν πάσης προσδοκίας του εχθρού, καθοδηγείται μέσα σε στενά χρονικά περιθώρια, από κάποιο μητρικό υπερδίκτυο, το οποίο διαθέτει υψηλή τεχνολογία και intelligence, ικανότητα συλλογής κρίσιμων πληροφοριών, τόσο όσο χρειάζεται για να γίνει η δουλειά, κάτι σαν να καθοδηγείς έναν τυφλό βήμα προς βήμα στην διαδρομή για να σουλουπώσει τον κύβο του Ρούμπικ, ας πούμε, και είναι σαν να εφαρμόζεις εδώ και τώρα την θεωρία του Wheeler για το participatory universe, και να λειτουργεί το πράγμα, χρησιμοποιώντας υψηλής ποιότητας intelligence, πέραν κάθε αναμενόμενης κατά τον συνήθη ρουν των γεγονότων, όπως την διαίσθηση ας πούμε πως πραγματικά έτσι έχουν τα πράγματα, και η κβαντική θεωρία είναι εφαρμόσιμη και δραστικότατη με κάποιον τρόπο κάθε φορά. Στην εν λόγω ταινία λοιπόν, που δεν θα ήταν υποψήφια για Όσκαρ, αλλά μας αρκεί η κατά Όσκαρ Γουάιλντ αξιοποίηση της, το μητρικό υπερδίκτυο λειτουργεί ως Αθηνά, και οι υπό καθοδήγηση εκπληρώνουν το υπόλοιπο του αρχαίου ρητού, σύν Αθηνά και χείρα κίνει, με δεδομένη την θεϊκώς προνομιακή intelligence της Αθηνάς, που καθοδηγούσε τον Αχιλλέα στην διαφορά του με τον Έκτορα, και που ήξερε όλα όσα δεν ήξερε ο αντίπαλος του ευνοούμενου της. Θα μπορούσε να συγκριθεί και με το καθοδηγητικό δαιμόνιο του Σωκράτη, και το δαιμόνιο και η θεά έχουν και δίνουν πληροφορίες intelligence, που δημιουργούν κάτι σαν ανοιχτό διάδρομο, εν μέσω αδιεξόδου, που τον βλέπει μόνο ο ευνοούμενος. Είναι πάντως μάλλον φανερό, υπονοείται έστω, ότι τα μέλη της ομάδας είναι όλα Ισμαήλ, η λεγόμενη προσωπική τους ζωή αλλά και κάποια ευρύτερη φιλοσοφική στάση τους περί αυτού είναι μάλλον δυστοπική, και έτσι μάλλον απολαμβάνουν την εξαιρετική προνομιακή intelligence, που το αντίστοιχό της λείπει από την ατομική τους ζωή, και το ότι είναι έστω εδώ διαθέσιμη είναι κάτι που κάνει ενδιαφέρουσα την δουλειά τους, καθώς έχουν σε κάθε βήμα της επιχείρησης, διορθωτικές και ενημερωτικές οδηγίες, που δεν έχουν οι ανταγωνιστές, σαν αυτές που είχε ο Αχιλλέας και δεν είχε ο Έκτορας, και σαν αυτές που είχε ο Σωκράτης και δεν είχαν οι άλλοι Αθηναίοι.

elementary my dear…

5 Ιανουαρίου, 2023

Έσπαγε τα πράγματα πετώντας τα στον τοίχο ή στο πάτωμα με το συνηθισμένο στυλ του απεγνωσμένου που έχει επίγνωση της αδυναμίας του και ξεσπάει έτσι, ανέξοδα φερ ειπείν (μιας που τα πρόσωπα που του προκαλούσαν την απόγνωση, καθώς και αυτά που καθόλου δεν του άρεσαν στον εαυτό του, ήταν υπερβολικά πέραν της προσωπικής του δυνατότητας για αναζήτηση νέμεσης, και έτσι στην αρχή ακόμα της διαδικασίας εκσφενδόνησης το είχε ήδη μετανιώσει ως απολύτως απρόσφορο, αλλά συνέχισε με πρόσθετη αίσθηση αδιέξοδης αδυναμίας τώρα), επειδή το βρίσκει την μόνη φθηνή καλή ιδέα προς στιγμήν, ή ίσως αντιγράφοντας κάτι που είδε κάπου και του φάνηκε να αρμόζει στις ανάγκες του. Τα πράγματα τα εκσφενδόνιζε χωρίς να τα αγγίζει, στο στυλ που έκλεισε την τηλεόραση και μετά την πόρτα, με remote control, χωρίς όμως το rc καθεαυτό. Σε ανάλογο στυλ καθόταν αιωρούμενος δέκα πόντους πάνω από εκεί που θα έπρεπε κανονικά να ακουμπάει, και γενικά είχε την αίσθηση ότι διαθέτει κάτι, κάτι τι που μου φαίνεται πως ερχόταν σε μετωπική σύγκρουση με κάποια συσσωρευμένη αίσθηση αυτοπεριφρόνησης (όχι αναίτια) και με τις διαρκείς ταπεινώσεις που συνόδευαν ό,τι κι αν έκανε. Βέβαια η ερμηνεία είναι δική μου σχετικά με το συναισθηματικό αντίστοιχο για τα καμώματα του ήρωα στο φιλμ του Inaritu, και η ερμηνεία είναι ανοιχτή όσο αφορά ιδιαίτερα προσωπικής εμβέλειας πράγματα, όπως το να σπας στον τοίχο κάποιο απροσδιόριστο αντικείμενο απογειώνοντας το από το τραπέζι με μόνο ένα νεύμα, αλλά αυτή σου την ικανότητα να μην ξέρεις να την αξιοποιήσεις κάπως καλύτερα, όπως ας πούμε, να μην χρειάζεται να σπάσεις τίποτα, αφού το σπάσιμο καθόλου δεν σε παρηγορεί, το αντίθετο. Ένα άλλο ενδεχόμενο που ίσως να εξηγεί κάπως τα δείγματα θαυμαστών και άχρηστων σούπερ δυνάμεων, τόσο δυσανάλογα εντυπωσιακών και ασύμμετρα μη χρήσιμων σε σχέση με τα ογκώδη προσωπικά του αδιέξοδα, θα μπορούσε να είναι η ερμηνεία των Σούφι, του μυστικιστικού Ισλάμ, πως δεν είναι τόσο που ο άνθρωπος ψάχνει τον Θεό, αλλά είναι που ο Θεός ψάχνει να γίνει αισθητός από τον άνθρωπο, δείχνοντας κατανόηση και συμπάθεια μάλλον, σε σχέση με το ότι μοιάζει εκ πρώτης όψεως ακατανόητος και μάλλον ανύπαρκτος, και έτσι κλείνει το μάτι και αφήνει υπονοούμενα με την προσδοκία να τραβήξουν την προσοχή. Ο άλλος ενδιαφέρων χαρακτήρας στο φιλμ παρηγοριέται με το να ζει μέσα από prestigious απομιμήσεις στιγμιότυπων ζωής, επί σκηνής, μιας που χωρίς θεατές και χωρίς κάποιο prestigious σενάριο, δεν ξέρει πώς να ζήσει, ή μάλλον του φαίνεται μου φαίνεται τελείως ανούσιο, κάτι τι σαν ένα διαρκές λάθος, που διορθώνεται πρόσκαιρα, μόνο όταν κάποιος επώνυμος γράψει με μαστοριά, με αρχή, τέλος, και τελεολογία, δηλαδή, κάποια απομίμηση στιγμιότυπων ζωής, και αυτά παιχτούν μπροστά σε κάποιο κοινό που θα τα εγκρίνει. Οι θαυμαστές ικανότητες που κρατάει για τον εαυτό του ο άλλος, είναι κάτι σαν αμφισβήτηση στο μονοπώλιο της αλήθειας που επιφυλάσσει για τον εαυτό της η κοινής αποδοχής πραγματικότητα (αλλά αυτή την θαυμάσια αμφισβήτηση την αντιμετωπίζει όπως οι προϊστορικοί πιθηκάνθρωποι τον μονόλιθο που έπεσε από τον ουρανό σε κάποιο παλιό sci-fi φιλμ, τον θαύμαζαν και με δέος τον περιέβαλλαν, αλλά δεν είχαν ιδέα πώς να αξιοποιήσουν κάπως καλύτερα το ομολογουμένως θαυμαστό πράγμα, και έτσι απλώς έβγαζαν θαυμαστικά μουγκρητά και το κοιτούσαν με προσδοκία), και ίσως κάπως έτσι να ερμηνεύει και το θέατρο ο άλλος, περιμένει από τα prestigious σενάρια κάτι τι θαυμαστό, όχι απαραιτήτως άλλη μία μεγάλη κουβέντα, αλλά κάποια αρχιτεκτονική συναισθηματική, κάπως να αισθανθεί ας πούμε, με καινοφανή δομή και γεωμετρία (μιας που η γεωμετρία είναι η κωδική γλώσσα του συμπαντικού πεδίου, αυτή που μιμούνται οι πυραμίδες, η κίνηση του καρδιακού ιστού, το ρεύμα που κυματίζει το νερό μέσα στα microtubules στο κύτταρο, και στις διάφορες συχνότητες της γίνεται αισθητή ως δυνατότητα αίσθησης. Η γεωμετρία είναι τρόπος του λέγειν, είναι κάποια προσπάθεια να αναφερθεί στο πεδίο πληροφορίας που σαν τους ομόκεντρους κύκλους που εκπέμπονται από το κέντρο της δίνης, παράγει κάτι που γίνεται αισθητό ως συναίσθημα, ως το τί συμπεραίνεις ότι είναι σκόπιμο να αισθανθείς εν όψει του τί νομίζεις πως συμβαίνει). Ίσως επιπλέον, και ο ένας και ο άλλος να διαισθάνονται τοιουτοτρόπως την σημασία της στιγμής (της στιγμής όπου απρόσμενα σκάει το θαυμαστό αλλά λίγο, remote control μικροπραγμάτων, ως portal, έστω, ως υπαινιγμός για κάτι τι περισσότερο, για τον ένα, και η στιγμή της μεταμόρφωσης πάνω στην σκηνή, κάπως ριζικής στην περίπτωση του, ως κάποιος άλλος, για τον άλλο, που μόνο στην σκηνή καταδεχόταν να υποδυθεί ότι ζει, μέσα ίσως από αυτή την δυνατότητα που του έδινε η περίσταση να μεταμορφωθεί σαν τον Γκρέγκορ Σαμσα, αλλά στην περίπτωση του με ακροατήριο που επιβεβαιώνει ότι δεν είναι μόνο η ιδέα του), κάτι σαν αυτό που φαίνεται να εννοεί ο Χριστός λέγοντας σε κάποιο ακροατήριο (σε ελεύθερη απόδοση), βλέπετε το κατάλληλο σύννεφο να εμφανίζεται στον ορίζοντα, και η εμπειρία σας στην σχέση cause-effect, σας οδηγεί σαν τον άλλο master της science of deduction, τον υπέροχο Sherlock Holmes, και το ερμηνεύετε ως επικείμενη βροχή, και πράγματι έτσι συμβαίνει σε λίγο, και εκάστοτε που αισθάνεστε τον αέρα να γυρίζει νοτιάς, και εξοικειωμένοι επαρκώς στο σχήμα αιτία-αποτέλεσμα, συμπεραίνετε σωστά την επερχόμενη άνοδο της θερμοκρασίας, πλην όμως, παρά το γεγονός ότι είστε κάποιου είδους ειδικοί σε αυτά τα πράγματα, δεν σας βλέπω ικανούς ή πρόθυμους να ερμηνεύσετε την παρούσα στιγμή. Για την ερμηνεία της παρούσας στιγμής θα έλεγα ότι βοηθάει το άλλο που είπε ο Χριστός, ότι το βασίλειο του Θεού είναι παρόν τοπικώς και χρονικώς, και κατά κάποιον τρόπο βοηθάει και το γράμμα του Einstein προς κάποια, με την διαπίστωση ότι το μέλλον και το παρελθόν είναι διαρκώς συμπυκνωμένα στο τώρα, καθώς και το άλλο του τάδε και του δείνα prestigious επιστήμονα που μεταφράζουν το βασίλειο του Θεού σε γλώσσα πιο acceptable κάπως, ως το Planck field, το vacuum field (κάποιο ρευστό πεδίο δυνατοτήτων που «φαίνεται» όπως ας πούμε φαίνονται από τα εικονίδια στην οθόνη, οι δυνατότητες του κομπιούτερ, ή όπως φαίνεται το έξω κοιτάζοντας τα όργανα σε ένα πιλοτήριο αεροπλάνου, μιας που το έξω είναι σκοτεινό χωρίς σημεία αναφοράς και το πρόσωπο που κοιτάζει τα όργανα με προσδοκία πρέπει να κινηθεί με κάποιο νόημα μέσα σε αυτό το σκοτεινό ρευστό) διευκολύνοντας έτσι την ερμηνεία…. Ο Ιησούς (κι αν ακόμα δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο, όπως λέγεται από σκεπτικιστές, τα λόγια του σταθμίζονται, on merit, θα έλεγα, όχι λιγότερο από τα λόγια οποιουδήποτε άλλου μη ιστορικού προσώπου, και δεν είναι λίγα, που είπε κάτι τι αξιοσημείωτο, ο Hamlet ίσως, ή και ο Shakespeare αυτοπροσώπως), μου φαίνεται ήθελε να υποβαθμίσει την υπερεκτίμηση του σχήματος αιτία-αποτέλεσμα στην απόπειρα ερμηνείας της παρούσας στιγμής, με την έννοια της κατ επιλογή πρόκλησης κάποιου οιονεί αποτελέσματος χωρίς κάποια αιτία οιονεί παρούσα, με λέξη κλειδί εν προκειμένω το οιονεί, που το βρίσκω εύστοχο επίρρημα για να αναφερθεί στην τρέχουσα ρευστότητα του Ηράκλειτου, αλλά με κάτι περισσότερο από το συνεχώς αϊδιο ποτάμι ως ρέον. Ο ήλιος δύει τοπικώς, δηλαδή ιδιαιτέρως τοπικώς, όσο αφορά τον κήπο που κάθομαι, και η έκλειψη του είναι my cue για να τελειώνω, η γοητευτική locality της δύσης, λοιπόν, μέσα στον υπόσκαφο κήπο, και μιας και το ‘φερε η κουβέντα, αυτός που μπορεί να καταλάβει γιατί είναι τόσο ωραίος ο κήπος, είναι καλύτερος από τον καλό κηπουρό που τον έφτιαξε, είναι κάποιο κινέζικο citation, και αυτό που εννοεί μοιάζει με εκείνο που είχε υπόψη ο συμπαθής Ιρλανδός που μου διαφεύγει το όνομα του, γράφοντας για τον κριτικό τέχνης ως δημιουργό, και έχει να κάνει μεταξύ άλλων, νομίζω, και με κάποια πληθωρικότητα ας πούμε του ρήματος «είναι», ως μη οριστικού, μη ταυτοτικού. Γιατί είναι ωραίος ο κήπος; Επειδή προς στιγμήν μου εμπνέει διάφορες ποιότητες, όπως τα αόρατα νήματα από τις αράχνες που γίνονται ορατά για λίγο όταν το φως συναντηθεί με την στιγμιαία τροχιά του αέρα και εγώ μπω στον κόπο να το προσέξω και να συμπεράνω, α, ωραίο (τα λεπτά νήματα είναι ξέπλεκα, οι αράχνες εν προκειμένω δεν τα χρησιμοποιούν αυτή τη φορά για πλέξιμο ιστών, αλλά μου φαίνεται για να μετακινούνται από το ένα δέντρο στο άλλο, όπως ο Spiderman μετακινούταν από κτίριο σε κτίριο, και έτσι στα διαστήματα μεταξύ των δέντρων κυματίζουν αόρατα νήματα κάπως σαν αυτά που περιγράφει σε κάποιο ποίημα ότι μόνη αυτή έβλεπε μέσα στο ψυχιατρείο η Sylvia Plath, και το ότι κάνω αυτή την ανακάλυψη με βοηθάει περίπου όσο και εκείνη, ασχολούμαστε και οι δύο με κάτι τι που μας εμπνέει πέραν του συνήθως αναμενόμενου ας πούμε, πάντως έτσι εξηγείται μάλλον το πώς βρέθηκε η μικρή αράχνη στον λαιμό μου), το αόρατο που είναι και ορατό ταυτόχρονα με μια μικρή μετακίνηση της προσοχής, για αυτό ίσως στον Ζεν κήπο από καμία γωνία δεν πρέπει να φαίνονται όλες οι διακοσμητικές πέτρες, όλες οι οπτικές γωνίες εποπτεύουν μέρος μόνο από τις ωραίες πέτρες.

Επεδείκνυε κάποιες υπερβατικές ικανότητες, αλλά μου φαίνεται πως μόνο στον εαυτό του μπορούσε να το κάνει, και άλλωστε τις βρίσκω εξαιρετικά περιττές αυτές τις ικανότητες και νομίζω πως και κείνος ήταν της ίδιας άποψης, αφού δεν φαινόταν να παρηγοριέται από τα κατορθώματα του να αιωρείται αυτόνομα λίγο πάνω από το έδαφος, ή να μετακινεί πράγματα με ένα νεύμα. Εύρισκε ότι του άρμοζε κάτι τι περισσότερο από αυτό που φαινόταν να «υπάρχει», και απόδειξη περί αυτού θεωρούσε τις μικρές θαυμαστές και μάλλον περιττές, αποκλειστικά προσωπικής εμβέλειας ικανότητες του, οι οποίες του έδειχναν ότι και βέβαια κάτι υπάρχει πέραν αυτού που «υπάρχει», πλην όμως, δεν του αρκούσε για να λύσει το πρόβλημα του, που θεωρούσε πως για να θεωρηθεί ως λυμένο, θα έπρεπε, τουλάχιστον, να πάψει να αισθάνεται φόβο, ανασφάλεια, ταπείνωση, και ίσως και κάποιος θαυμασμός διαρκείας από τους άλλους θα ήταν ευπρόσδεκτος και θα ήταν κάτι που θα του έλυνε το πρόβλημα. Ο Inaritu που έφτιαξε το φιλμ, μου φαίνεται πως διασκεδάζει την απόγνωση του, μιας που τώρα που αποτυπώθηκε σε φίλμ αυτή του η απογοητευτικά προσωπικής εμβέλειας διαίσθηση, σε στυλ, -εγώ ξέρω ότι είμαι δυσανάλογα σημαντικός σε σχέση με αυτό που μου αναγνωρίζουν οι άλλοι, επειδή ξέρω κάτι που αυτοί δεν ξέρουν, αλλά αυτούς δεν τους νοιάζει, και εγώ δεν ξέρω τί να κάνω με αυτήν την θαυμαστά περιττή πληροφορία και κατάσταση εν γένει-, ε, τώρα μπορεί να υποδύεται ότι την πέρασε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Κάτι πρέπει να βρει να κάνει ο πρωταγωνιστής με αυτές του τις θαυμαστές και άχρηστες ικανότητες, αφού καθόλου δεν τον βοηθάνε στην «πραγματική» του ζωή που είναι κάποια εναλλαγή ταπεινώσεων και κακών αποφάσεων, και κάποιας διαίσθησης που μοιάζει αστήρικτη. Δεν υπάρχω (με επαρκή τρόπο, μάλλον θα έλεγα), πρέπει να παρακαλάω για να με αγαπούν, είναι φράσεις δανεικές από το θεατρικό που εμπεριέχεται στο φιλμ, που καταγράφει μια ζωή που ορίζεται αποκλειστικά από αυτό που φαίνεται να «υπάρχει». Κάποια στιγμή πάντως κατορθώνει να μετατρέψει την θλιβερά περιττή πλην εντυπωσιακή αιώρηση, σε πτήση, διαισθητικός υπαινιγμός ίσως για κάποιο βελτιωμένο αντίκτυπο στην συναισθηματική του κατάσταση, αφού βρήκε τρόπο να αξιοποιήσει κάπως καλύτερα κάτι τι εντυπωσιακά άχρηστο. Μου φαίνεται πως πρόκειται για κάποιο σχόλιο περί του αν υπάρχει κάτι τι πέραν αυτού που φαίνεται να «υπάρχει», και πως και όταν ακόμα θα έχεις βάσιμες υποψίες ότι κάτι τι υπάρχει, αυτό θα συνεχίσει να μην «υπάρχει», και θα πρέπει να βολευτείς κάπως με αυτό. Αυτό μάλλον έχει να κάνει με την συναισθηματική σου στάση σχετικά με το ενδεχόμενο, η συναισθηματική στάση εν γένει (που εξ ορισμού δεν «υπάρχει», αφού δεν είναι τίποτα για κανέναν, και για σένα είναι σχεδόν τα πάντα) να είναι κάτι σαν αυτοσκοπός.

True events

11 Σεπτεμβρίου, 2022

Η ενημέρωση ότι η εξιστόρηση που ακολουθεί δεν είναι fiction, αλλά έχει να κάνει με γεγονότα, με πράγματα που συνέβησαν πραγματικά, συνήθως με αποτρέπει από το να ενδιαφερθώ, όσο ίσως προσδοκούσε αυτός που έγραψε την προειδοποίηση στην αρχή του φιλμ, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα, αποθαρρύνομαι από το να προσπαθήσω να ενδιαφερθώ (σαν να μου διηγείται κάποιος κάτι που εγώ το θυμάμαι αλλιώς, όπως κι αν το περιγράφει αυτός), μιας που άλλα σημαντικότερα από αυτά που εκθέτει, γεγονότα που πράγματι συνέβησαν, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να τα εξιστορήσει, επειδή δεν ήταν εκεί, επειδή κι αν ήταν, δεν υπέπεσαν στην αντίληψη του, ή τα κατάλαβε αλλιώς, ή δεν ευκαιρούσε να ασχοληθεί γιατί τον απασχολούσαν σημαντικότερα πράγματα. Τι υποτίθεται πως συνέβη, είναι τί νομίζεις πως συνέβη, ή τί θα ήθελες να είχε συμβεί, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η ανάγκη σου για κάτι τι κατανοητό, μέσα στο ασφυκτικό πλάνο (αφού λίγο πέρα, ή λίγο πριν, από το παράθυρο όπου εστιάζει το πλάνο σου, συμβαίνουν πράγματα που αλλάζουν δραστικά ή θέτουν εν αμφιβολία τα όποια συμπεράσματα) του οικείου πεδίου κατανόησης και προτιμήσεων, και κάποιας ανάγκης για συναισθηματική ένταση. Αυτά που δεν συνέβησαν ως κάτι τι που κάποιος νόμισε ότι κάτι είδε που νομίζει ότι μπορεί να το αναπαραγάγει, τα βρίσκω ως πιο πολλά υποσχόμενα. Βέβαια προσπαθώντας ίσως να αποδώσει κάποια επιπλέον αξία στην εξιστόρηση του, ίσως είναι κάποια συγγνωστή δικαιολογία, για την επίκληση ότι πρόκειται για πραγματικότητα, εις βάρος προφανώς της φαντασίας, και έτσι, αυτό που επιτυγχάνεται είναι νομίζω το να αναδειχτεί η προτίμηση στην μία αντί της άλλης. Αλλά η φαντασία μου μοιάζει πιο ενδιαφέρουσα από την φιλοδοξία για καταγραφή της αλήθειας, μιας που η φαντασία χωρίς επίγνωση είναι το άλλο όνομα της φιλοδοξίας για αλήθεια. Κάτι τι που αισθάνεσαι ή ίσως μια απόχρωση νοήματος, όπως λέγεται στην θεωρία του χάους, όπως η αίσθηση ας πούμε που σου κάνει το ότι η κλίμακα Πλανκ είναι κρυμμένη σε κοινή θέα και ότι είναι κάτι τι ζωντανό που αλλάζει κάπως την άποψη περί ζωής, σου προκύπτει έτσι ιδιωτικώς πραγματικά κάτι σημαντικό που δεν είναι συμβάν, είναι σαν να μην συνέβη ποτέ, αφού ποτέ δεν συνέβη. Άλλωστε όταν στην πραγματικότητα ζητούμενο είναι το να προκληθούν έντονα συναισθήματα που θα δώσουν αίσθηση νοήματος, αυτό είναι κάτι σαν αυτοσκοπός, και ένα μέρος των συμβάντων και των γεγονότων προκαλούνται τεχνητά, θα έλεγα, προκειμένου να εξυπηρετηθει ο αυτοσκοπός της ανάγκης για συναισθηματική έξαρση, κάτι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Η αλήθεια που κρύβεται πίσω από την implicit order της θεωρίας του David Bohm, ας πούμε, σε αντίθεση με την explicit order, και που επιμελώς την μασκαρεύουν με παράδοξους υπαινιγμούς (υπακούοντας στην υπαινικτική υπαγόρευση της φύσης, εξ ου και implicit order) οι διάφοροι μυστικισμοί παλαιόθεν, δεν είναι γεγονός, ποτέ δεν συνέβη για να την περιγράψει κάποιος, δεν είναι true event, είναι κάτι σαν η πηγή για κάποιες φαντασιακές πραγματικότητες, κάπως σαν προσπάθειες για προσαρμογή στο θεϊκό παιχνίδι, ας το πούμε έτσι, και η προσαρμογή θα μπορούσε να συμπεριλάβει, (μιας που άπειρες δυνατότητες πέραν του χρόνου και τοπικών περιορισμών, είναι διαθέσιμες σύμφωνα με την φυσική των μικρών κλιμάκων, εδώ και τώρα, αν μπεις στον κόπο), και κάποια διαρκή υβριδοποίηση των διαθέσιμων πληροφοριών, ας πούμε. Κάποια μετάβαση αδιόρατη από το ένα στο άλλο, από την μία κλίμακα μεγέθους στην άλλη, ενοποιεί μου φαίνεται την φαντασία με τον ρεαλισμό, σε κάτι τι πιο ρεαλιστικό. Έτσι, εκτίθεσαι σε μικρότερο κίνδυνο να χαραμίσεις πράγματα, δυνατότητες από τις άπειρες που είναι διαθέσιμες, τίποτα δεν πάει χαμένο, κατά κάποιον τρόπο, έστω κι αν δεν είναι ακριβώς έτσι, τουλάχιστον έχεις την αίσθηση πως τίποτα δεν θα έπρεπε να πηγαίνει χαμένο, για αυτό μπορεί να τύχει εκμετάλλευσης η πρόσβαση στο όλο που είναι διαθέσιμη και να αξιοποιήσεις κάθε σκέψη που σου προκύπτει ανατρέχοντας ελεύθερα, στις πηγές της, αλλά και στην εκβολή της, revisiting anything with a beginner’s mind. Αυτό που είναι διαθέσιμο να εξιστορηθεί, όπως στο φιλμ που είδα απρόθυμα όπως προανέφερα, είναι σε κάθε περίπτωση τόσο ανεπαρκές, που αυτή η διαπίστωση νομίζω αρκεί σαν απόδειξη ότι και βέβαια δεν μπορεί να έχουν έτσι τα πράγματα, με την έννοια ότι οι εξιστορήσεις που ομολογούν ντροπαλά ή υπομειδιωντας, πως και βέβαια δεν είναι αληθινές, οι μύθοι ας πούμε, και η μυθοπλασία, γίνονται έτσι μέρος του πώς έχουν τα πράγματα. Στο φιλμ the other earth, ή κάπως έτσι, η ζωή της πρωταγωνίστριας έχει φτάσει σε αδιέξοδο, σε στυλ, better luck next time, όπως θρηνολογει σαρκάζοντας, και ευτυχώς παίρνει θέση στον ουρανό ένα ακριβές αντίγραφο της Γης με δεύτερες ευκαιρίες για όλους, όχι όπως στον σωσία του Ντοστογιέφσκι, σε αντίθεση με τον εχθρικό σωσία του Ρώσου στην Αγιοπετρούπολη, που οδηγεί σε παροξυσμό το χρόνιο αδιέξοδο που αντιλαμβάνεται ως ζωή, εδώ η σωσίας της Αμερικανίδας φαίνεται να της χαμογελά με κάποια υπόσχεση ότι ξέρει καλύτερα, και έτσι, η πνιγηρή αίσθηση αδιεξόδου που εκτονώνεται με την δημιουργία ενός (σχιζοειδούς κυριολεκτικώς) εξωτερικού μοντέλου αναφοράς, θα μπορούσε έτσι να φτάσει σε πολλαπλά τέτοια μοντέλα, σε κάποια καλειδοσκοπική αντίληψη του εγώ ιδιωτικής χρήσης και κάτι σαν εφαρμοσμένη μετά φυσική.

ghost writing

16 Ιουλίου, 2022

Σε ποιό βαθμό είναι σκόπιμο να ενδώσω στην μίμηση και τί ποσοστό να αφήσω για αυθόρμητο αυτοσχεδιασμό; Άλλωστε ο αυτοσχεδιασμός θα είναι τόσο αυθόρμητα γνήσιος, όσο θα καλύψει η λήθη ίσως, βολικά θα έχω ξεχάσει ότι κάποιων άλλων τις ιδέες διασκευάζω, αλλά αυτός ο φαινομενικά μοιραίος και κάπως άνοστος plagiarism έχει και κάποια ενδιαφέρουσα πλευρά που επιβεβαιώνει το εξωφρενικό συμπέρασμα κάποιων ενοποιητικών θεωριών από το οποίο δικαιολογούν το όνομα τους. Μπαίνοντας νοερά στην θέση κάποιου, ή εν πάση περιπτώσει αρνούμενος την δική σου, προκειμένου να βγεις από το ασφυκτικό κουκούλι σου, είναι κάποιος τρόπος, νομίζοντας ίσως πως κάποιος άλλος ξέρει καλύτερα (μερικές φορές πράγματι ξέρει καλύτερα, αλλά αυτό δεν αρκεί, βέβαια) και γίνεται έτσι πιο κατανοητή ίσως η συνταγή της υποταγής σε κάποιον αυθέντη που εφάρμοζαν οι σαμουράι και κάποιοι μοναχοί, και μοιάζει τώρα πιο απελευθερωτική η φαινομενική υποδούλωση που επέλεγαν εθελοντικά, αφού ο υποθετικός, ατυχώς εικαζόμενος κληρονομημένος με το ζόρι και άνευ διαφυγής εαυτός, είναι μάλλον χειρότερη καταδίκη, ενώ η υποδούλωση του μικρού δόκιμου μοναχού Καραμαζώφ στην αυθεντία ενός σταρετς όπως το περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι, ήταν μόνο ένα τέχνασμα για να επαναδιαπραγματευτεί τον εαυτό του που του κληροδότησαν και μάλλον δεν του πολυάρεσε. Είναι ενδιαφέρουσα η πιθανή παρεξήγηση που μπορεί να δημιουργηθεί, ερμηνεύοντας την εθελοντική και κάπως τελετουργική παραίτηση από το εγώ, αφού μοιάζει σαν αδυναμία και σαν έλλειψη σχεδιασμού και γενικά σαν το αντίθετο από αυτό που κρύβεται λανθάνον, δεν πρόκειται περί λάθους όμως, είναι κάτι σαν, ο κερδισμένος, το εγώ, έπαιρνε κάτι, ενώ εν προκειμένω, ο χαμένος, η άρνηση του αποσπασματικού και απεγνωσμένου εγώ, τα παίρνει όλα (μιας που ο κερδισμένος δεν ήξερε ότι είναι διαθέσιμα), και του είναι αρκετό ότι ξέρει τους κανόνες του παιχνιδιού, έστω κι αν δεν μπορεί να το ρητορεύσει ας πούμε κάτι τέτοιο, ότι το εγώ είναι φερ ειπείν μια κατασκευή φαντασιακή υπερβολικά περιοριστική, ενώ μπορεί να αντικατασταθεί με κάποια καλύτερη αξιοποίηση του φαντασιακού, to take the best and leave the rest, το να οικειοποιείσαι από όλα, από τις ιδέες, τα πράγματα, και από όλους, ό,τι βρίσκεις του γούστου σου (αυτό που σου φαίνεται πως δεν αφήνει έξω το χιούμορ, ίσως, και εκείνο που ξέρεις ότι εσένα σου φαίνεται έτσι και πως δεν είναι παρά η δική σου ερμηνεία του πολύμορφου και πολυμήχανου ρευστού που τα κύματα του εμφανίζονται ως κόσμος), και να δείχνεις κατανόηση για τα υπόλοιπα, και την βρίσκω αξιοπρόσεκτη άσκηση (όσο κι αν προσπαθεί να αποφύγει να τραβήξει την προσοχή), για προσεταιρισμό αυτού που ο θεωρητικός φυσικός David Bohm αποκαλούσε implicit order, την μη φανερή και μόνη σημαντική εκδοχή του κόσμου. Ο δανεισμός λέξεων ας πούμε, το να χρησιμοποιείς φράσεις που διευθετήθηκαν από άλλους, σε βιβλία κάπως ευρείας κυκλοφορίας, μουσικές από αυτές που έκαναν δίσκο, το να αναφέρεσαι σε πίνακες από αυτούς που φτιάχτηκαν για να μπουν σε κοινή θέα στα μουσεία, σε στυλ, ο στρατιώτης και το χαμογελαστό κορίτσι του Βερμέερ, υπονοώντας, τί κρίμα που δεν αναγνωρίζετε την υπαινικτική αναφορά σε ένα asset της διεθνούς πολιτιστικής κληρονομιάς, εγώ πάντως την χρησιμοποιώ ως ελιτίστικη γλώσσα, κάπως σαν τις λατινικές αναφορές, ή φράσεις από ταινίες που και βέβαια δεν έχετε δει, ή τουλάχιστον με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια, είναι κάτι σαν απόπειρα για κάποιου είδους συγγνωστό plagiarism. Μπαίνοντας σε καταστάσεις, σε σκέψεις που μπήκαν στον κόπο να καταγράψουν διάφοροι, με ποικίλους διαθέσιμους οπτικούς και ακουστικούς κώδικες, είναι ένας τρόπος να επιτευχθεί το να μην είσαι πουθενά, να είσαι κανείς, που μοιάζει ισοδύναμο με, παντού, και όλοι, ή όλα, μάλλον. Μία δόνηση από τις πολλές, αφού οι νευρώνες όπου διακινείται η σκέψη και η αίσθηση κάποιας ταυτότητας, δονούνται με Hertz, με πολλά μηδενικά, και έτσι μία από αυτές τις δονήσεις είναι κάτι, σαν δομικός λίθος, που σε ένα σύμπαν φράκταλ, είναι υπερτοπικές, θα έλεγα, δηλαδή όταν σκέφτεσαι κάτι τι, είναι το ίδιο με το να είσαι εκεί ή με το να είσαι αυτό, αν εξασκηθείς αρκετά, μιας που όλες οι λέξεις, όλη η τροφή, όλος ο αέρας, που συνιστούν το εγώ, είναι από κάπου αλλού, ο αέρας καθώς δονείται με νόημα φτιάχνοντας γλωσσικό κώδικα μπαινοβγαίνει σε κάποιον άλλο, αλλά αυτός δεν ήξερε από πού έρχονται οι λέξεις, για αυτό αν τις εύρισκε πετυχημένες τις απέδιδε αλλού, σε μούσες, σε θεόπνευστες πηγές, σε σωκρατικά δαιμόνια, και η τροφή καλλιεργείται μόνο αν θέλει να καλλιεργηθεί, δέχεται ευχαρίστως ό,τι λέγεται καλλιέργεια, αλλά όλα τα σημαντικά τα κάνει μόνη της. Ghost writer, ο συγγραφέας που υποκρύπτεται αντί αυτού που υποδύεται τον συγγραφέα, (από το φιλμ του Roman Polanski με αυτό τον τίτλο, δανείζομαι τον τίτλο για κάποια δική μου ατζέντα, την οποία μόλις εξέθεσα ) συγγραφέας φάντασμα δανείζεται από άλλους συγγραφείς φαντάσματα, σε ένα αφήγημα που διαρκεί, και αποπειράται να πει ξανά κάπως διαφορετικά, κάτι, και αφού τίποτα δεν είναι δικό μου, οτιδήποτε μου κάνει ευχαρίστηση να γράψω μου υπαγορεύεται από συγγραφείς φαντάσματα που λειτουργούν μέσα μου και ζηλεύω κάπως το στυλ τους.