sh…. fu…

26 Μαρτίου, 2024

Η μεταμόσχευση του αηδιαστικού υλικού που απομένει στο έντερο στο τέλος της διαδρομής του (όταν πια έχουν αποτύχει όλες οι πιο αξιοπρεπείς και λιγότερο embarassing θεραπείες, όταν είναι κάποιος at the end of his rope, όταν η υγεία του έχει καταρρεύσει σε τέτοιο βαθμό, επειδή πιθανόν he does not know the ropes, δεν ξέρει δηλαδή τί κάνει το κάθε σκοινί -metaphorically- από τα πολλά, ώστε να τραβήξει το κατάλληλο, εν είδει ναύτη σε αγγλικό ποντοπόρο ιστιοφόρο του 17ου αιώνα, αφού αυτό διέθετε αξιόλογο αριθμό σκοινιών που έπρεπε να ξέρεις τί κάνει το καθένα, αλλιώς θα είχες σοβαρό πρόβλημα on board, και έτσι, αυτός που η γνώση του για το σκοινοτενές έντερο δεν είναι συγκρίσιμη με την γνώση περί σκοινιών του συγγραφέα, who -obviously- knew the ropes, και που συντέλεσε ίσως έτσι στην ενσωμάτωση του μεταφορικού ναυτικού ιδιωματισμού στην γλώσσα, ως απολίθωμα δυσεξήγητο, καιρό μετά την έκκλειψη των ιστιοφόρων με το δαιδαλώδες και λαβυρινθώδες σύστημα σκοινιών, και που περιγράφει ένα ένα από πλευράς λειτουργίας και ονομαστικά το κάθε σκοινί από τα απροσμέτρητα σκοινιά, στο φαλαινοθηρικό ιστιοφόρο που μπάρκαρε ο Ισμαήλ μαζί με τον δύσκολο κάπτεν Άχαμπ), νομίζω πως είναι κάποια αποτελεσματική θεραπεία για σοβαρές αρρώστιες, πράγμα που κάνει την δημοφιλή έκφραση περί ακραίας ευτέλειας, και συναφούς περιφρόνησης, i don’t give a shit, αν μη τι άλλο, άστοχη, αφού πρόκειται περί θησαυρού, λανθάνοντος, a blessing in disguise. Και εννοείται πως αυτό που είναι κρίσιμο να μεταμοσχευθεί, είναι το πιο ενδιαφέρον μέρος του κακόφημου υλικού, που είναι το μικροβίωμα που ενδημεί εκεί, τα μικρά ζώα που από την αρμονική συμβίωση τους ή όχι, εξαρτάται αν θα έχεις κάποια υποφερτή ή όχι μέρα, ένας κρίσιμος ζωολογικός κήπος καλά κρυμμένος εκεί που δεν είναι πολύ πιθανό να αναζητηθεί, και που είναι τόσο σημαντικό, και τόσο under-rated, όσο ακριβώς κακόφημο είναι το δυσάρεστο περιεχόμενο του εντέρου, πολύ δηλαδή. Βρίσκω πως, shit και fuck είναι οι λέξεις που προτιμώνται από το σύνολο των πάσης φύσεως τύπων και χαρακτήρων στα φιλμ που μιλάνε αυτή την γλώσσα, ακόμα και όταν δεν την μιλάνε πέραν αυτών των δύο λέξεων, ακόμα και όταν μιλάνε κάποια άλλη, επιλέγουν αυτές τις παγκοσμιοποιημένες λέξεις, όταν θέλουν να εκφράσουν με έμφαση έντονο θυμό, what the fuck, απογοήτευση, shit, απόγνωση, αξιοπρόσεκτα ακραία συναισθήματα εν γένει. Μου φαίνεται πως είναι οι λέξεις της απόλυτης προτίμησης όλων των αγγλόφωνων αλλά και πολλών που αρκούνται στην γνώση των δύο αυτών λέξεων, εν είδει fluent speakers ως προς αυτό μόνο το μικρό κομμάτι της γλώσσας, ως το πιο ζωτικό, ή ως το πλέον internationally accepted, ή ως το πιο πετυχημένο και με την βέλτιστη διεισδυτικότητα στις άλλες γλώσσες και στην ψυχολογία του διεθνούς κοινού. Αλλά, the f word αφορά την πιο περιούσια, την πιο περιζήτητη δραστηριότητα κατά κοινή ομολογία, κάτι τι για το οποίο είναι διατεθειμένοι να κάνουν μεγάλες θυσίες, που το επιδιώκουν με κάθε κόστος και είναι το απόλυτα προτιμώμενο κατόρθωμα, ή μύθευμα, στο οποίο βασίζεται η δημόσια εικόνα τους, αλλά και η ιδιωτικής χρήσης εικόνα, είναι το new -and the less new- sexy. Έχουμε το λοιπόν κάποια συναισθηματική πολικότητα κάπως ανισόρροπη ανάμεσα, από τη μία στην διαρκή επιθυμία για σέξι εξάρσεις και κατορθώματα και/ή φαντασιακά μυθεύματα, just pick one, or not, και από την άλλη, σε κάποιο υποσυνείδητο φόβο, ή δυσάρεστη βεβαιότητα, ίσως, πως τίποτα από αυτά δεν βγαίνει ποτέ σε καλό, για κάποια από τις δύο πλευρές, όχι ξεκάθαρα ποιά (αφού αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα θα μπορούσαν να προκύψουν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, όταν η f διαδικασία γίνεται απόλυτη αξία, και απόλυτη προτεραιότητα, και έτσι, πώς να εναρμονιστεί κάποιος ας πούμε, με την δύσκολη ισορροπία της ντροπής που αισθάνεται λόγω της απόλυτης εξάρτησης από κάποιο sexappeal, και του ανεπίγνωστου μίσους που του προκύπτει αντισταθμιστικά προς την πηγή του, προς το αντικείμενο του πόθου του, που του εμπνέει, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο φταίξιμο, κάποια obsessive compulsive lust, φερειπείν). Θα μπορούσε και να καταφύγει κάποια/ος, για να βρει κάποια άκρη, στο διπλής όψης συναίσθημα, πως πρόκειται για διαδικασία, κάπως over-rated (πράγμα που διαπιστώνεται μόνο στο τέλος της διαδικασίας, ξανά, και παρά την πρόγνωση στην αρχή της ότι και βέβαια αυτή θα είναι, again, η προαναγγελθείσα διαπίστωση στο τέλος), στο στυλ ίσως που υπαινίσσεται και ένας εκ των χαρακτήρων στην ταινία «φτηνά τσιγάρα», που εν είδει budist mantra, επαναλάμβανε, «δεν θέλω να γαμήσω, θέλω να ηρεμήσω», και εξηγούσε έτσι στον έκπληκτο εαυτό του, αλλά χωρίς να βρίσκει κατανόηση παραπέρα, την όλη μεταστροφή του και αλλαγή της αναμενόμενης συμπεριφοράς του εν γένει (η συμπεριφορά που αναμενόταν από αυτόν, ως μέχρι πρότινος προαγωγού και μαστροπού, δεν ήταν συμβατή με το παράδοξο mantra που μονολογούσε, και σήμαινε ίσως κάποιον σκεπτικισμό ως προς την υπέρτατη αξία του fuck, ως τεκμήριο κοινωνικής καταξίωσης par excellence ), και εν είδει μετρίως κατανοητού και ευρέως ακατανόητου δελφικού χρησμού, διατύπωνε την ένστασή του σχετικά με το οιονεί αμάχητο τεκμήριο της αξίας της τέταρτης λέξης (χωρίς όμως, υποψιάζομαι, να έχει κάποια πιό συγκεκριμένη θεωρία για το όλο ζήτημα, μόνο κάποια αμήχανη δήλωση προθέσεων, μάλλον..).